24/11/14

Η Θάλασσα : Ντίνος Χριστιανόπουλος

-1962-
 

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

9/11/14

Το Δωμάτιο : Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας

Ένα από τα ωραιότερα (θεωρώ) μελοποιημένα ποιήματα της νεότερης ελληνικής μουσικής σκηνής..

Το Δωμάτιο
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
μουσική : Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
στίχοι : Λένα Παππά
Από την ζωντανή εμφάνιση στο Terra Vibe Park, 2010
το βίντεο είναι του χρήστη : Demosthenis Trassis

17/9/14

Ο Μικρός Ναυτίλος : Οδυσσέας Ελύτης

 Μύρισαι Το Άριστον
XVIII

Από μικρό παιδί μου γεμίσανε το κεφάλι με την εικόνα ενός θανάτου κουκουλωμένου στα μαύρα, που κρατά τη ζωή σαν φάκα και μας την προτείνει ανοιχτή, με το δόλωμα της ηδονής στη μέση. Αφήστε με να γελάσω. Κάτι άλλο έλεγε κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω απ' τον ήλιο.
Το σώμα ξέρει.

Οδυσσέας Ελύτης
 (1911 - 1996)

10/9/14

Μεταξωτοί Άνθρωποι : Γιάννης Τριάντης


Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος: «Μεταξωτοί άνθρωποι». Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο. Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι...
  Μού ’μεινε αυτός ο χαρακτηρισμός. Χαράχτηκε μέσα μου. Κι από τότε ένα νέο κριτήριο λειτουργεί στις αξιολογήσεις μου για τους ανθρώπους: η συμπεριφορά και η στάση τους σε «ασήμαντα» πεδία της καθημερινότητας. Αυτά που συνήθως τα προσπερνάμε ή δεν τα παρατηρούμε, γιατί δεν μας απασχόλησαν ποτέ οι εκφάνσεις της «μεταξωτής συμπεριφοράς»... Βέβαια οι άνθρωποι δεν συγκροτούν ως χαρακτήρες ένα συμπαγές όλον, αλλά ένα αντιφατικό σύνθεμα, στο οποίο συνυπάρχουν «μεταξωτά» στοιχεία και ακάνθινες απολήξεις. Γι’ αυτό και είναι κάπως παρακινδυνευμένα τα άμεσα και οριστικά συμπεράσματα για το «είναι» των ανθρώπων...
  Παρ’ όλα αυτά, προσωπικά, διακινδυνεύω την εξαγωγή συμπερασμάτων παρατηρώντας μικρές «ασήμαντες» κινήσεις στις παρέες, στον εργασιακό χώρο και στο «δάσος» του καθεμέρα, όταν συγχρωτίζομαι με αγνώστους. Και συνήθως δεν πέφτω έξω. Διότι τα γνωρίσματα αυτά αποκαλύπτουν πειστικά τον εσωτερικό κόσμο του άλλου. Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό... Φερ’ ειπείν, «σκλαβώνομαι» από εκείνους που δεν ορμάνε να πιάσουν την καλύτερη θέση στο τραπέζι μιας ταβέρνας. Θεωρώ την κίνηση αυτή απότοκο καταγωγικής ευγένειας και γενναιοδωρίας, η οποία αδιαφορεί για το ιδιωφελές και συμφέρον. Αντίθετα, οι άνθρωποι που σπεύδουν φουριόζοι για μια καλή θέση καταχωρίζονται μέσα μου σαν αρπακτικά. Και – τό ’χω παρατηρήσει – έτσι συμπεριφέρονται, σαν αρπακτικά, και σε άλλα ζωτικά και κρίσιμα πεδία...
  Η μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως – η κυρίως – στο σαβουάρ βίβρ και στους «καλούς τρόπους» εν γένει. Τέμνεται σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα διδαχθείσης μεθόδου για το φέρεσθαι. Εδώ, το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου χαρακτήρα. Είναι ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του.
  Είναι η θέαση του κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού. Είναι, ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς βέβαια η «μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης προσωπικών δικαιωμάτων και δικαίων. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί τον εαυτό του... Όμως, προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας «μεταξωτός άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο, όταν άλλοι τον προσπερνούν – στη σειρά μιας καντίνας η στην ιεραρχία – χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και μεθόδους. Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του. Αποτελεί μέρος του αξιακού του κώδικα. Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά». Αλλά συνειδητά δεν συμμετέχει στο εξοντωτικό αυτό παιχνίδι. Απέχει χωρίς να κλαυθμηρίζει. Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και γρανιτένιοι.
  Ένας από αυτούς έγινε φίλος μου – και το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι θα συμβεί αυτό. Πρώτη μέρα στη μονάδα γύρισε από τη σκοπιά και μπήκε στη σειρά για φαγητό. Ήταν τρίτος από το τέλος. Τότε ακούστηκε ο μάγειρας να λέει ότι έμειναν μονάχα δύο μερίδες. Ο Κωστής πλησίαζε, ήταν ένας από τους δύο τυχερούς. Αλλά μόλις άκουσε τον μάγειρα, έφυγε αθόρυβα παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο. Έτσι. Αθόρυβα, αυτοθυσιαστικά, γενναιόδωρα, χωρίς να το κάνει θέμα...
  Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν. Που μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους. Που χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων. Που δεν σπεύδουν χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα», δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που πονάνε τους άλλους... Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες. Εκείνοι που υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα όταν λοιδορείται σε μια παρέα, χωρίς να είναι φίλος τους, αλλά επειδή νιώθουν ότι αδικείται... Οι μεταξωτοί άνθρωποι. Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί παρόντες στην κουβέντα, με το μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι για να εντυπωσιάσουν. Άνθρωποι με ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά... Υπεράνθρωποι; Όχι. Απλώς, μεταξωτοί... Φαίνονται από μακριά. Αρκεί να προσέξεις «μικρές», «ασήμαντες» κινήσεις στο φέρεσθαι των ανθρώπων…

του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύθηκε στο πολιτικό περιοδικό «Επίκαιρα» την Πέμπτη 25/11/2010

9/9/14

Μικρόκοσμοι : Γιάννης Τριάντης

Μπήκε στο γραφείο καιτρόμαξα να τον γνωρίσω.Τα μαλλιά και τα γένια του κατάμαυρα, στιλπνά και φρέσκα, θύμιζαν πτέρωμακότσυφα μετά τη βροχή. Τον θυμόμουνα να γκριζάρει γλυκά, με τις πρώτες ρυτίδεςνα αυλακώνουν το μέτωπο, σαν ποταμάκια σε μεγάλο χάρτη... Κατάλαβε την έκπληξήμου και υπερασπίστηκε με σθένος τα βαμμένα μαλλιά του χωρίς εγώ να θίξω τοθέμα...
 Λέγαμε διάφορα με τον παλιόγνώριμο, αλλά στομυαλό μου τριγυρνούσε σαν επίμονη μέλισσα η σκέψη για τον χρόνο που περνάει,για την αναπόφευκτη φθορά. Τότε θυμήθηκα κάτι που με είχε σταμπάρει, εκεί γύρωστα σαράντα μου χρόνια. Γεμάτο ασφυκτικά το λεωφορείο, όρθιος εγώ, δίπλα μου έναςηλικιωμένος και στην παρακείμενη θέση δυο πιτσιρίκια του Δημοτικού. Στομπροστινό κάθισμα η μητέρα τους που γυρίζει κάποια στιγμή και τους λέει:«Σηκωθείτε, σας παρακαλώ, να καθίσουν οι κύριοι». Σηκώθηκαν αμέσως τα παιδιά,έκατσε ο ηλικιωμένος, αλλά εγώ συνέχιζα να χαζεύω σα να μην με αφορούσε ηευγενική χειρονομία της μητέρας. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ανήκω στο κλαμπτων μεγάλων, στους οποίους παραχωρούν θέση οι νεότεροι...
 Είναι βαρύ και δύσκολο ναπαραδεχτείς ότι μεγάλωσες. Πόσωμάλλον ότι γέρασες. Γιʼ αυτό και όταν κάποιος χαιρέκακα ή από συνήθειααναφέρεται στην ηλικία, η πρώτη φράση που βγαίνει από τα χείλη ενστικτωδώς καιαστραπιαία είναι αυτή: «Νιώθω νέος μέσα μου»... Απελπισμένη άμυνα, πουσυνοδεύεται συνήθως από απαρίθμηση «κατορθωμάτων». Θέλεις να δείξεις ότι ηφθορά δεν σʼ έχει αγγίξει ή δεν έχει περιορίσει δραστικά δραστηριότητες,δυνατότητες και συνήθειες... Άδικος κόπος. Ο καθένας ξέρει καλά ότι όσοχαμηλώνει το ταβάνι του χρόνου, τόσο συρρικνώνεται ο κύκλος των παλιώνδραστηριοτήτων. Το θέμα είναι να συμβιβαστείς με την ιδέα, αντιμετωπίζονταςτρυφερά τη φθορά και τις απώλειες.
 Κάποιοι το δέχονται μέσατους. Συμφιλιώνονται με το ανεπίστρεπτο και ηρεμούν. Κάνουν ένα«άλμα πάνω από τη φθορά» και βιώνουν ειρηνικά το έσχατο μέρος του κύκλου τους.Άλλοι, όμως, πασχίζουν πάση θυσία να αναχαιτίσουν τον χρόνο, να σταματήσουν τιςοξειδωτικές συνέπειες. Δεν αρκούνται στο λογικό οπλοστάσιο της συντήρησης –καλήδιατροφή, γυμναστική κ.λπ.– αλλά καταφεύγουν, κυρίως οι γυναίκες, σε κραυγαλέεςπαρεμβάσεις που καταλήγουν συνήθως σε εκτρωματικές μεταβολές. Μελαγχολικήεικόνα. Σα να βάζεις παράθυρα αλουμινίου σε νεοκλασικό...
 Περπατώντας αργότερα στοκέντρο με τον «ανανεωμένο» εμφανισιακά φίλο μου, παρατηρούσαμε τα υπέροχα παλιά κτίριακαι λέγαμε πόσο όμορφα φαντάζουν –παράταιρη ομορφιά– μέσα στην ανεκδιήγητησυστοιχία των νεότερων κτισμάτων. Όμως έκανε μια παρατήρηση που την βρήκαενδιαφέρουσα. Είπε ότι, τελικά, καινούργια και παλιά κτήρια συνθέτουν έναετερόκλιτο μεν, αλλά αξιοπρόσεκτο σύνολο ιδιαίτερης αισθητικής αξίας. Καιυπενθύμισε πόσο λαμπερά προβάλλουν σήμερα κάτι ορθογώνια βιομηχανικά κτίρια ταοποία πασχίζουμε να κριθούν διατηρητέα, ενώ όταν ήταν στις δόξες τους δενγύρναγε μάτι να τα κοιτάξει. «Κάπως έτσι είναι και οι ηλικίες για τουςανθρώπους», σκέφτηκα. «Κάθε μια έχει τις χάρες της». Αλλά εκείνη τη στιγμήαπέφυγα να μοιραστώ τη σκέψη αυτή με τον παλιόφιλο, για να μην πάει η κουβένταστην αγχώδη, κατά τη γνώμη μου, προσπάθεια να ανανεώσει την εμφάνισή του...
 Αντίθετα, λέγαμε και οι δυόπόσο μας αρέσουν κάτι ωραία ξενοδοχεία του παρελθόντος, μαραμένα από τον χρόνο αλλά ακατάβλητα,φθαρμένα αλλά γοητευτικά στην εμφάνιση. Σαν την Τζέιν Μπίρκιν ή την Έλεν Μίρεν,ας πούμε... Ωχρά στην όψη, με μια περήφανη μελαγχολία να μαρτυρεί την ηλικίατους, τα ξενοδοχεία αυτά αναδίδουν το άρωμα παλαιών εποχών χωρίς να μπαίνουν σεάχαρους ανταγωνισμούς με τα καινούργια. Το καθένα στο «πόστο» του... 

 Κάπως κουρασμένοι, αράξαμεσʼ ένα μπαρ με τον φίλο μου,παρατηρώντας τον νεαρόκοσμο που έσφυζε από ζωντάνια. Όλα μια κοψιά. Σορτσάκικαι πέδιλα για τα κορίτσια, ίδιο κούρεμα για τα αγόρια. Είχαμε μπει σε «λάθος»μπαρ, αλλά το διασκεδάζαμε. Τα παιδιά ήταν διακριτικά, δεν μας έδιναν ιδιαίτερησημασία, αλλά κάπου κάπου μας κοίταζαν σα να ʼμαστε κορνιζαρισμένες γκραβούρεςσε νεανικό δωμάτιο. «Μοιάζουμε σαν διατηρητέα», είπε ο φίλος μου και σκάσαμεστα γέλια, πίνοντας στην υγειά της νεότητος... Είπαμε. Ο καθένας στο «πόστο»και στον κόσμο του.
  Να σας πω την αλήθεια,εκείνη τη στιγμή είχαστο νου μου τα «ωραία ερείπια». Ερειπωμένους ανθρώπους, και κυρίως, παλιέςσχέσεις. Και κατά πόσο φαντάζουν ερείπιο ή εικόνισμα μέσα μας... Διέκοψε τιςσκέψεις μου ο φίλος. Και είπε ευθέως: «Ξέρεις γιατί έβαψα μαύρα τα μαλλιά μου;Ήθελα να κάνω άλμα πάνω από τη φθορά»... Γύρω μας βούιζε ο κόσμος τωνπιτσιρικάδων. Υψώσαμε τα ποτήρια και ήπιαμε στην υγειά μας...
 
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 195)

8/9/14

Τω αγνώστω... : Γιάννης Τριάντης

Πάντα μου άρεσε εκείνη η φράση που άκουγα μικρός από κάποιους μεγαλύτερους: «Κάνε το καλό και ρίχ’ το στον γιαλό». Όμως την υπέρτατη αξία της φράσης αυτής την κατάλαβα αργότερα. Όταν διαπίστωσα τι σημαίνει να «κάνεις το καλό» και να το ξέρεις μονάχα εσύ. Να μην το κοινοποιείς. Να μην το κάνεις θέμα, αδιαφορώντας για επαίνους και κολακείες που προσφέρει η δημοσιότης... Έτσι. Μυστικά και ήσυχα, όπως οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν στις σημερινές, πραγματικές ιστορίες μας.
• Φυσούσε διαολεμένα στη Σαλαμίνα εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου. Η παρέα κατέβαινε σε μια παραλία και ένας από τους φίλους άρχισε να ψάχνει το καπελάκι του και δεν το εύρισκε. Του είχε πέσει στη διαδρομή. Πήγε να σκάσει από το κακό του γιατί ήταν δώρο αυτό το καπέλο. Άσε που τον ενοχλούσε ο ήλιος και το χρειαζόταν. Άρχισε, λοιπόν, να κάνει ανάποδα τη διαδρομή μέχρι το αυτοκίνητο μπας και το βρει. Αλλά με τέτοιον αέρα θα είχε φτάσει ήδη στην άλλη άκρη του νησιού το καπελάκι. Πήγε μέχρι το αυτοκίνητο, αλλά τίποτε. Ξαναπήρε τον δρόμο για την παραλία, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι του το καπέλο του. Ήταν αφημένο στη γωνία ενός εξοχικού και είχε πάνω του μια πέτρα. Για να μην το πάρει ξανά ο αέρας!
  Ήρθε κοντά μας συγκινημένοςο φίλος. Κάποιος άγνωστος όχι μόνο δεν προσπέρασε το ασήμαντο καπέλο, αλλά «μπήκε στον κόπο» να σκεφτεί τον Άλλον. Ότι πιθανώς θα λείψει στον ιδιοκτήτη. Και ότι έπρεπε να βρει τρόπο ώστε να εξασφαλίσει τις λίγες πιθανότητες να το αναζητήσει και να το ξαναβρεί. Έτσι έβαλε την πετρούλα πάνω στο καπελάκι και το απέθεσε σε μια ευδιάκριτη θέση... Δεν ήταν κόπος, ασφαλώς, για τον υπέροχο άγνωστο. Εκείνο που λάμπει στην περίπτωση αυτή είναι η έγνοια ενός αγνώστου για τον άγνωστο Άλλον. Η εσωτερική παρόρμηση που γίνεται καθήκον, χωρίς τους δυναστικούς και ψυχαναγκαστικούς όρους του καθήκοντος. Ο προσωπικός κώδικας ηθικής και συμπεριφοράς που μεταβάλλει το περιφρονημένο αυτονόητο σε κάτι μεγαλειώδες.
• Είχε χρόνια την απορία μια φίλη: Γιατί ο αδελφός της έκανε παρέα στο Γυμνάσιο, αλλά και αργότερα, μ’ ένα παιδί που δεν φημιζόταν ούτε για την οξύνοιά του ούτε για τον χαρακτήρα του; Παιδί περίκλειστο, οχυρωμένο στις εμμονές του αλλά και σε κάτι απροσδιόριστο για τους τρίτους, κάτι που το κρατούσε μακριά από παρέες και συνάφειες. Η απορία της φίλης επιζητούσε απάντηση, μιας και όταν ερχόταν η κουβέντα σ’ αυτό το θέμα ο αδελφός της άλλαζε συζήτηση, πιθανώς απορημένος μέσα του που οι άλλοι δεν καταλάβαιναν το «γιατί». Ε, κάποια στιγμή, προσφάτως, τον ρώτησε τον αδελφό της. Και πήρε την απάντηση: «Η παρέα μου του έδινε χαρά. Το καταλαβαίνεις;»...
  Δεν επρόκειτο για οίκτο.Ούτε γιαμεγαθυμία. Μπήκε στην ψυχή του Άλλου ο αδελφός της φίλης μου και είδε την ερημιά του. Δεν ένιωθε τη συνάφεια ως πράξη αυτοθυσίας ούτε ως δώρημα που περιμένει ανταπόδοση. Γι’ αυτό δεν κοινοποιούσε σε κανέναν το κινούν αίτιον. Μοίραζε χαρά με την πράξη του και χαιρόταν ο ίδιος. Ίσως γιατί σκεφτόταν ότι στη θέση του Άλλου θα μπορούσε να είναι ο ίδιος. Κάπως έτσι συγκροτείται ο προσωπικός κώδικας ηθικής και συμπεριφοράς...
• Το έμαθα πριν από χρόνια. Και το κράτησα μέσα μου. Ως διαρκή λαμπηδόνα... Ένας γνωστός άνθρωπος του ευρύτερου καλλιτεχνικού χώρου, ταλαντούχος και μοναχικός, ζούσε φτωχικά. Σε μεγάλη ένδεια. Αλλά η περηφάνια του δεν του επέτρεπε να ζητάει δανεικά ούτε να επαιτεί. Είχε γύρω του πολύ κόσμο, από τον καιρό της φήμης και της αίγλης του, αλλά οι περισσότεροι τον εγκατέλειψαν. Και κάτι λίγοι που έμειναν κοντά του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον βοηθήσουν... Τότε φάνηκαν δυο άγνωστοι. Ονόματα και οι δυο. Ο ένας επιφανής δημοσιογράφος και ο άλλος σπουδαίος τραγουδιστής. Αυτοί τον ανέλαβαν. Μυστικά. Χωρίς καν να γνωρίζει προσωπικά ο ένας τον άλλον. Αυτοί τον ζούσαν, μέχρι που εγκατέλειψε τα εγκόσμια, δίχως ποτέ να πουν σε οποιονδήποτε –ούτε και στους δικούς τους ανθρώπους– για το γεγονός. Το αποκάλυψε ο ίδιος ο ευεργετηθείς σε κάποιους κοντινούς του...
  Ιδού και εδώ τα ίδια χαρακτηριστικάπου εξοστρακίζουν την έννοια της αναγνωρισμένης φιλανθρωπίας και της ιδιοτελούς προσφοράς. Έγνοια για τον Άλλον που δεν κοινοποιείται. Αλληλεγγύη που δεν κραυγάζει. Χαρά που μοιράζεται αφειδώλευτα, χωρίς να περιμένει εύσημα. Συνεισφορά που δεν νοιάζεται για την απονομή επαίνων και τίτλων... Ακριβώς αυτό που λέει η λαϊκή ρήση: «Κάνε το καλό και ρίχ’ το στον γιαλό». Και αυτό, χάνεται μεν στη θάλασσα των μυστικών, αλλά επιστρέφεται στον αποστολέα και τον πλημμυρίζει με αγαλλίαση. Γιατί το καλό είναι σαν τον χρυσό. Δεν χάνει ποτέ την αξία του...
Υ.Γ. Κάποιοι δυσανασχετούν όταν ακούνε τη λέξη «ηθική». Προφανώς δεν αντέχουν το ειδικό της βάρος ή την μπερδεύουν με την ανέξοδη και υποκριτική ηθικολογία.
 
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 201)

7/9/14

Ζήλεψα, σας λέω... : Γιάννης Τριάντης

Ο ένας για Πάρο. Ο άλλος για Ίο. Καθένας με την παρέα του... Τους έδωσα...
χρήματα και συμβουλές –τόσο κοινότοπες και βαρετές– και αποσύρθηκα στα δώματα της ζήλιας μου. Τους ζήλεψα τους «πιτσιρικάδες» μου, δεν το κρύβω...
  Είναι τόσο φορτισμένη και πολύπτυχη η έννοια της ζήλιας, που θέλει προσοχή. Στην παθολογική της εκδοχή δηλητηριάζει τους έρωτες και σκορπά σύννεφα αρνητισμού στις κοινωνικές σχέσεις, όταν φτάνει στο όριο του φθόνου για τους άλλους. Αλλά όταν είναι αθώα, η ζήλια αποκαλύπτει τρυφερότητα και καλή διάθεση, που γλυκαίνει τον μέσα κόσμο και διαχέεται παντού.
  Εδώ, λοιπόν. Στη δεύτερη, δημιουργική εκδοχή της ζήλιας. Που αφορά ανθρώπινες δραστηριότητες αλλά και μορφές πραγμάτων ή έργα της φύσης. Στις περιπτώσεις αυτές, το ρήμα «ζηλεύω» ισοδυναμεί με το «θαυμάζω» και συνοδεύεται από εσωτερική αγαλλίαση και ανυπόκριτη επιβράβευση. «Ζήλεψα το κείμενο του τάδε», λένε συχνά οι γραφιάδες, απονέμοντας εύσημα στον συνάδελφό τους. Εύσημα που εξοστρακίζουν τον εξοντωτικό ανταγωνισμό και συνιστούν αποτύπωμα ανοιχτοσύνης και έλλειψης συμπλεγμάτων.
  Ζήλεψα, λοιπόν, τα παιδιά μου, που έφευγαν για τα νησιά, και χαμογελούσα μέσα μου κάνοντας ένας φλας μπακ στα θερινά πεπραγμένα της δικής μου νεότητος. Απαράλλαχτος ο κύκλος. Μεθυστικός... Η ελαφρά νοσταλγία –με στιγμές αλεγρίας και αμεριμνησίας, αλλά και με στιγμές ανώδυνα ατάσθαλες και ζόρικες– γρήγορα υποχώρησε. Και έδωσε τη θέση της σ’ έναν κατάλογο τρυφερής και δημιουργικής ζήλιας:
• Ζηλεύω τις μοναχικές απότιστες νεραντζιές, που ξεφυτρώνουν ξαφνικά μπροστά στα μάτια σου και προσδίδουν μεθυστική χοϊκότητα στα σκονισμένα και ταπεινά δρομάκια της καθημαγμένης πόλης. Και όταν οι καρποί τους κυλάνε στις άκρες των δρόμων και συνθλίβονται από τους τροχούς των αυτοκινήτων δίνουν υπόσταση στην πιο αγνή και ευωδιαστή θυσία...
• Ζηλεύω τη δεινότητα των συγγραφέων όταν μιλούν για αποβάθρες και φάρους, για ερημικά ακρωτήρια και ασήμαντους δρόμους, και βλέπεις όλα αυτά να ζωντανεύουν μπροστά σου και να φαντάζουν καλύτερα από τα πραγματικά...
• Ζηλεύω τη σπιρτάδα και το αεικίνητο των μυρμηγκιών, που υπενθυμίζουν –μαζί με τόσα άλλα– το απαράμιλλο μεγαλείο του Δημιουργού, που άλλοι τον λένε Θεό και άλλοι ονομάζουν Φύση...
• Ζηλεύω τους «αναρχικούς» της Δεξιάς και τους «συντηρητικούς» της Αριστεράς, που δεν ενσωματώνονται και εννοούν να δυσκολεύουν τις εύκολες κατατάξεις και να διαλύουν τη συμπαγή λογική των παρατάξεων...
• Ζηλεύω το ύφος σχεδόν όλων των γυναικών που εργάζονται στην αποκομιδή των σκουπιδιών. Επαγγελματική συνέπεια και ακομπλεξάριστο ύφος...
• Ζηλεύω τον φίλο –μέλος της παρέας– που ομολογεί ανοιχτά ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί από ορισμένα συμπλέγματα που τον κατατρύχουν. Αξιοθαύμαστη ωριμότης, προϊόν δουλεμένης αυτογνωσίας και δημιουργικού συμβιβασμού...
• Ζηλεύω τα μανάβικα που ξενυχτάνε, τους κώδικες των παρανόμων (της νύχτας) –η τήρησή τους θυμίζει την αφοσίωση των μοναχών στο γράμμα και το πνεύμα των ιερών κανόνων–, τις σκιές που «περιπολούν» τις νύχτες δίχως προφανή λόγο, αλλά και τους ταμένους της Ανατολής, που ξυπνάνε χαράματα για να μην χάσουν την τελετουργία της ανάδυσης του ήλιου...
• Ζηλεύω τα μικρά «όχι» της καθημερινότητας από ανθρώπους που δεν το περιμένεις, καθώς και τις κοφτές, λιτές κουβέντες των «απλών ανθρώπων» για μείζονα ζητήματα. Εκθέτουν ανεπανόρθωτα την αναλυσιακή φλυαρία των ειδημόνων με τα υψωμένα φρύδια...
• Ζηλεύω τους ανθρώπους που «σε βάζουν στη θέση σου» χωρίς να γίνονται αγενείς. Αν έχεις τους πόρους ανοιχτούς και δεν επιστρατεύεις νευρωτικές άμυνες, θα καταλάβεις το γόνιμον ενός υψηλού παιδευτικού ήθους...
  Χίλια δυο έχω ζηλέψει στη ζωή μου. Κάποια τα κατέκτησα. Κάποια άλλα τα έβαλα στην εσωτερική προθήκη με τα τιμαλφή έργα των άλλων. Και δεν το κρύβω, ένιωσα ωραία τις φορές που κατάφερα να αναχαιτίσω τη ζήλια μου όταν έφτανε στο όριο της ζηλοφθονίας... Όσο για τον ωκεανό της ερωτικής ζήλιας, αφήστε το καλύτερα. Απαιτεί πολλές σελίδες το εγχείρημα...
  
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 4/08/2011

6/9/14

Δημοκρατία των Πλειοψηφιών

Μια συνοπτική αναφορά στην δύναμη και τον ρόλο των πλειοψηφιών και γενικότερα των μαζικών τάσεων που διαμόρφωσαν την σημερινή δημοκρατία αλλά και το πολιτικό σύστημα των τελευταίων δεκαετιών, και στην παιδεία ως μοναδικό αίτιο και τελευταία ελπίδα ταυτόχρονα για τις επόμενες γενιές.
  Είναι αρκετές οι φορές που σκέφτομαι πόσο τυχεροί είμαστε ως Έλληνες σε σχέση με κάποιους άλλους λαούς, καθώς εδώ και αρκετές δεκαετίες μεγαλώνουμε και ζούμε στα πλαίσια μιας δημοκρατίας. Όλοι άλλωστε έχουμε κατά καιρούς δει μέσα από τα ηλεκτρονικά μέσα με ποιους τρόπους τιμωρούνται κάποια εγκλήματα σε ολιγαρχικά ή μοναρχικά καθεστώτα, ή πόση μεροληψία υπάρχει όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και κάνοντας αναδρομή μέσα από τα βιβλία της ιστορίας μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα ακόμη και στην χώρα μας όταν βρισκόταν υπό μη δημοκρατική κατοχή, εξωτερικών ή εσωτερικών δικτατόρων.
  Παρ' όλα αυτά ακούω συχνά (και όσο περνάει ο καιρός συχνότερα) Έλληνες να έχουν καταλήξει πανηγυρικά στο συμπέρασμα πως δεν υφίσταται δημοκρατία στον τόπο μας, παρά μόνο κατά το Σύνταγμα. Πως δεν εφαρμόζονται ή δεν τηρούνται οι νόμοι, αλλά και πως οι ήδη υπάρχοντες νόμοι τις περισσότερες φορές είναι δομημένοι με την λογική των «δύο μέτρων και δύο σταθμών». Το ανησυχητικό είναι πως μόνο κάποιος που εθελοτυφλεί δεν θα μπορούσε να παραδεχθεί πως εν πολλοίς κάπως έτσι είναι τα πράγματα.
  Όμως, προσωπικά θέλω να εστιάσω στο ριζικό σύστημα το οποίο θρέφει όλο αυτό που από καιρό έχει αρχίσει να μην μας αρέσει. Και η αλήθεια είναι πως οι δημοκρατίες στηρίζονται, συντηρούνται και γιγαντώνονται από τις πλειοψηφίες. Ειδικότερα στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, η πολιτική ζωή στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στα τερατώδη πλειοψηφικά ρεύματα που ενίοτε μετατοπίζονταν λίγο, αλλά κατά βάση παρέμεναν ίδια όσον αφορά στη νοοτροπία. Μπορεί να άλλαζαν το πανί από το σημαιάκι που κρατούσαν, αλλά με ίδιο πάθος το ύψωναν σε κάποια άλλη πολιτική συγκέντρωση. Αυτές λοιπόν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν κυρίως τις δεκαετίες του '80 και '90, είχαν όχι απλώς την ανοχή και τη στήριξη της πλειοψηφίας, αλλά ήταν αναπόσπαστο μέρος αυτής. Συγκοινωνούντα δοχεία, όπου η μία πλευρά εξαρτιόταν από την άλλη.
  Συνεπώς, οι ενεργοί πολίτες όλων των προηγούμενων μεταπολιτευτικών χρόνων μαζικά καθόρισαν τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία μας, τον τρόπο που εφαρμόζεται, αλλά και τον τρόπο εκείνον κατά τον οποίο υπό συνθήκες παρακάμπτεται. Και αυτό διότι, θεωρώ πως η δημοκρατία προϋποθέτει ένα βασικό στοιχείο δίχως το οποίο είναι σχεδόν ασήμαντη. Την παιδεία. Και δεν εννοώ μονάχα το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά οτιδήποτε γύρω μας μπορεί να μας επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό κατά την πορεία μας προς την ενηλικίωση. Τις προηγούμενες γενιές, τα πρότυπα των ΜΜΕ, τη συμπεριφορά των γύρω μας απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό, τον όποιο απαλλοτριωμένο τρόπο έκφρασης σε δημόσιους χώρους (οδική συμπεριφορά κ.α.) και φυσικά την οικογένειά από την οποία προέρχεται ο καθένας από εμάς. Ή αλλιώς την νοοτροπία που εν πολλοίς κυριαρχεί σε κάθε χώρο που μπορεί να κινούμαστε. Και όλα τα παραπάνω που διαμορφώνουν την παιδεία και παράλληλα είναι καθημερινοί καθρέφτες της εξέλιξής της, φυσικά και αποτελούν δείγματα υπαρκτής ή ψευδεπίγραφης δημοκρατίας.
  Αλλωστε, χρησιμοποιώντας ένα πρόχειρο παράδειγμα, αν σε ένα σπίτι που κατοικούν πέντε άτομα εκ των οποίων μόνο τα δύο κατέχουν πραγματική και ουσιαστική παιδεία εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα τρία άτομα τα οποία στερούνται αυτής, εφαρμοστεί δημοκρατία και παρθεί μια πλειοψηφική απόφαση που πιθανών θα επικρατήσει από την επιλογή των τριών, τότε σίγουρα θα πρόκειται για μια ελλιπούς αρτιότητας απόφαση για όλους, παρότι θα είναι ένα καθαρά δημοκρατικό παράγωγο.
  Για τους παραπάνω λόγους θεωρώ πως δεν αποτελεί η δημοκρατία το ίδιο το πρόβλημα, αλλά η παιδεία της πλειοψηφίας του λαού και εν συνεπεία των πολιτικών που την διαχειρίζονται σε κάθε χώρα, όπως και στη δική μας. Και νομίζω ότι όπως η δημοκρατία δεν υφίσταται χωρίς παιδεία, έτσι και η παιδεία δεν μπορεί να υπάρξει και να αναγεννηθεί μακριά από ένα δημοκρατικό καθεστώς. Για το λόγο αυτό, μόνο στα πλαίσια αυτής της κουτσουρεμένης έστω δημοκρατίας θα μπορούσε να υπάρξει ελπίδα αναγέννησης της παιδείας για τις επόμενες γενιές, αλλά και να «σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται» όπως λέει το τραγούδι του Δ. Τσακνή, όσον αφορά στις παρούσες γενιές.
  Συμπερασματικά, το πολιτικό σύστημα θαρρώ πως σαν σύνολο μας καθρεφτίζει. Ως εκ τούτου, αναρωτιέμαι αν είναι δυνατόν να αλλάξει το είδωλό μας στον καθρέφτη δίχως να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Και με βάση αυτή την λογική, ένα πολιτικό σύστημα μπορεί καμιά φορά να είναι λίγο χειρότερο από τον λαό στον οποίο απευθύνεται (η ύπαρξη πιθανής «θολούρας» στο τζάμι του καθρέφτη), αλλά νομίζω πως δύσκολα, πολύ δύσκολα θα είναι κατά τι καλύτερο.

Mps
Δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική κοινότητα φοιτητών του πανεπιστημίου Αιγαίου (myaegean.gr) στις 21/7/2014

Απέναντι στον καθρέφτη : Γιάννης Τριάντης

«Οι πιο ενδιαφέροντες αγώνες είναι αυτοί που έχει να δώσει ενάντια στον εαυτό του», Σαρλ Μπωντλαίρ
Για τον Ντελακρουά μιλούσε ο Μπωντλαίρ. Αλλά ήταν σα να αφορούσε εμένα οαφορισμός του, έτσι που χάζευα τα ακίνητα βιβλία στη βιβλιοθήκη και ένιωθα ναμʼ αγγίζει απαλά στο στήθος η σαΐτα του διεισδυτικού στοχαστή, αποσπασμένη απότα περίφημα Αισθητικά Δοκίμια...
 Κολυμπούσα στα μαύρασκοτάδια του προσωπικού ανεξήγητου –έτσι με βόλευε να χαρακτηρίζω την εσωτερική μου ακαταστασία– και ήταν αδύνατο να δώσω σημασία στον ισχυρισμό του Μπωντλαίρ αλλάκαι στο ειδικό βάρος του τυπωμένου κόσμου που βρισκόταν απέναντι, στηδιακριτικά δοτική βιβλιοθήκη. Εκείνη τη στιγμή δεν χρειαζόμουν ούτε στίχουςούτε φιλοσοφημένες σκέψεις ούτε καν αγαπημένες μουσικές που συχνά με περνούνστην όχθη μιας εγκεφαλικής ευτοπίας, έτσι που φουσκώνουν μέσα μου σαν αεράκι τοπανί ανακουφιστικών συλλογισμών και καταπραϋντικής παρηγοριάς.
 Αλλά εκείνο το βράδυ είχεάπνοια η διάθεση.Ήξερα τι φταίει, αλλά είχα δυσκολία να ομολογήσω τηναδυναμία μου, να παραδεχτώ την ήττα σʼ ένα ζόρικο προσωπικό παιχνίδι και να τοπάρω απόφαση, να συμφιλιωθώ με τη σκληρή πραγματικότητα, να προχωρήσω με τιςχαρακιές ευδιάκριτες –τίμημα ή παράσημο, δεν έχει σημασία– και να ελευθερωθώ από τους δαίμονες που με παρασέρνουν στις ίδιες καθηλωτικές και αδιέξοδεςσκέψεις.
 Αίφνης υψώθηκε μέσα μου ένασυντριπτικό ερώτημα,που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση «δάσκαλε, πουδίδασκες» και το οποίο έφερε πάλι στην πρώτη γραμμή τον αφορισμό του Μπωντλαίργια τους αγώνες ενάντια στον εαυτό μας. Μην τα πολυλογώ, εγώ είμαι εκείνος πουείχα αντιστρέψει μια τρυφερή προτροπή της Φρανσουάζ Σαγκάν, τον τίτλο ενός θεατρικού έργου της που έλεγε «Μην προσπερνάς την ευτυχία» και τον είχα μετατρέψει αυθαίρετα αλλά με την αυτοπεποίθηση του κατασταλαγμένου στωικού στοαντίθετό του: «Μην προσπερνάς τη δυστυχία»...
 Δεν μετανιώνω για τηναντιστροφή αυτή.Τις δύσκολες στιγμές, ακόμη και τις οριακές –με εξαίρεσηβαριές αρρώστιες και θανάτους– τις ένιωθα και τις βίωνα σχεδόν ισοϋψώς με τις καλές, ανέμελες και ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Δεν επρόκειτο για επιπόλαιη χορογραφία λέξεων ούτε για ασυγχώρητη ελαφρότητα εγγενούς μαζοχισμού.Ήταν πεποίθηση, που με βοηθούσε να κωπηλατώ στον ωκεανό της υπαρξιακής μουαγωνίας και να τα βγάζω πέρα με τα κύματα που ταλανίζουν το ανθρώπινο καρυδότσουφλο που είμαστε. Μια χαρά με βόλευε η αντιστροφή αυτή. Έδινε νόημακαι πνοή στο καθετί του καθεμέρα μου. Αλλά τώρα; Τώρα που νιώθω ναυαγός σεαπρόσιτη ξέρα, γιατί δεν μακαρίζω τη δυστυχία μου; Γιατί αφήνω στην άκρη τηστωικότητα που προϋποθέτει και επιστρέφω στο ίδιο τέλμα σαν μοτοσυκλέτα χωρίςοδηγό που συντρίβεται στον «γύρο του θανάτου»;
 Ήξερα τι φταίει μέσα μουαλλά δεν είχα τη δύναμηνα το παραδεχτώ. Δεν μπορούσα να αγωνιστώ εναντίον του εαυτού μου, να συντρίψωτα απροσπέλαστα βραχώδη του εγωισμού και να βουτήξω στο καθαρτήριο ποτάμι τηςπαραδοχής. Ένιωθα ακίνητος σαν θλιμμένο άγαλμα, ώσπου κάτι άρχισε να κινείται στον κόσμο της εσωτερικής μου λιμνοθάλασσας. Ξεπήδησαν σαν εισαγγελικές ερωτήσεις σε ποινική δίκη κάτι δικές μου στιγμές ενός άτεγκτου απόλυτουαπέναντι στους άλλους. Φέρʼ ειπείν, η παροιμιώδης δυσανεξία μου απέναντι σεφοβισμένους ανθρώπους ή σε κάποιους που νιώθεις τη χειραψία τους σαν σβησμένοκάρβουνο στο χέρι σου ή –τόσο συχνά μου συμβαίνει– απέναντι στις ψιμυθιωμένες γυναίκες που προσπαθούν απεγνωσμένα να δείξουν άλλες, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καταστούν προσπελάσιμες, να είναι έστω και παροδικά θελκτικές, αν και το ξέρουν ότι είναι καταδικασμένες να ζουν αθέατες ή υποφωτισμένες στηνπολύβουη αγορά της ζήτησης...
 Όλους αυτούς τους έριχναστον Καιάδα,χωρίς να στρέψω ούτε στιγμή τα φώτα μου στον προσωπικό τους λαβύρινθο, στο δικό τους ευπρόβλητο υπόστεγο, που ποιος ξέρει τι θυελλώδεις άνεμοι, ποιες συγκυρίες, ποια τύχη κακή, ποια μοίρα το έχουν καταστήσει ψυχρό,απρόσωπο, φοβισμένο, αδιάφορο και απωθητικό...
 Αυτό ήταν.Ασυναίσθητα εκτόξευα απαιτητικά ερωτήματα προς εαυτόν για χίλια δυό, και ένιωθα μέσα στο μαύρο σκοτάδι να προβάλουν μικρές μαρμαρυγές. Δεν ξέρω αν με είχε επηρεάσει ο αφορισμός του Μπωντλαίρ. Ήξερα όμως ότι ασυναίσθητα είχα μπει στον αγώνα. Για την έκβαση,τι να σας πω; Ούτε ο καθρέφτης απέναντί μου ήταν σίγουρος...
  
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 16/05/2013 (Τεύχος 187)

23/8/14

Serpico (1973)

Πρωτότυπος Τίτλος : Serpico
Έτος : 1973
Σκηνοθέτης : Sidney Lumet
Πρωταγωνιστούν : Al Pacino, John Randolph, Jack Kehoe, Biff McGuire
 
Το Serpico στα δικά μου μάτια ήταν και είναι μια άκρως μοναχική ταινία. Και αυτό διότι, τα βήματα του ήρωά μας εδώ είναι μοναχικά όσον αφορά στην ηθική και στην εφαρμογή αυτής στο επάγγελμα και στην ζωή του.
 Ο Pacino νομίζω πως είναι ότι καλύτερο μπορούσε να επιλεχθεί για τον συγκεκριμένο ρόλο, δοσμένο από έναν σκηνοθέτη όπως ο Lumet, που στην εν λόγω ταινία κάνει μια δυναμική κινηματογραφική επιστροφή μετά τους Δώδεκα Ένορκους του '57.
 Έν κατακλείδι, πρόκειται για μια ταινία που όσοι ασχολούνται με το cinema αξίζει να την δουν, και έχω την εντύπωση πως θα νιώσουν εξαγνισμένοι μετά την θέασή της.
  Υ.Γ. η μουσική της ταινίας είναι του μεγάλου και δικού μας Μίκη Θεοδωράκη.

Το Μονοπάτι : Τάνια Τσανακλίδου

Ένα παλιό, πλην όμως ακόμη επίκαιρο λαϊκό τραγούδι, επανεκτελεσμένο από την ιδιαίτερα όμορφη φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου.

Το Μονοπάτι
Τάνια Τσανακλίδου
μουσική: Γιώργος Μουζάκης

 στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος, Χρήστος Γιαννακόπουλος, Αλέκος Σακελλάριος

6/7/14

Απόσπασμα : Τάσος Λειβαδίτης

''Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις κάποτε...''

Τάσος Λειβαδίτης
(1922 - 1988)

20/5/14

Βροχή : Μάνος Χατζιδάκις

Το παρακάτω ορχηστρικό θεωρώ πως ανήκει στις περιπτώσεις που αν υπήρχε στίχος σε αυτό, πιθανόν θα το περιόριζε. Ένα μουσικό μεγαλείο. Απλά.
Βροχή
Μάνος Χατζιδάκις

28/4/14

Καντάτα : Τάσος Λειβαδίτης

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

Τάσος Λειβαδίτης
 (1922 - 1988)

14/4/14

2/4/14

Τερέζα : Τάσος Λειβαδίτης

Εκείνο το βράδυ γύρισα ανήσυχος, «Τερέζα» φώναξα, τίποτα, έψαξα τα δωμάτια, κατέβηκα στο υπόγειο «που είναι η Τερέζα;» ρώτησα, «πέθανε, είπε κάποιος – την κηδέψαμε χθες», «ηλίθιοι, φώναξα, σας ξεγέλασε, δεν ξέρετε τι μεγάλη πουτάνα ήταν » κανείς δε μίλησε «μα πως μπορεί ένας άγγελος να πεθάνει » είπα κλαίγοντας.
Άνοιξα το παράθυρο και πράγματι εκεί στο βάθος τ’ ουρανού έλαμπε η Τερέζα σαν άστρο.

Τάσος Λειβαδίτης
 (1922 - 1988)

27/3/14

Σβησμένοι Φάροι

Σβησμένοι Φάροι

Είδες το φως να ξεγλιστρά μα αλλού κοιτάς
όνειρα χτίζεις στα κρυφά και τα γκρεμίζεις
γύρω απ' τους ήλιους που σε έκαψαν γυρίζεις
και τα σκοτάδια που σε φθείρουν αγαπάς

Αφήνεις σκέψεις στο κατώφλι να προσμένουν
και πόρτα ανοίγεις σε νεράϊδες παλιές
ότι ομολόγησες σε κράτησε στο χθες
κι ας άναψες μεσονυχτίς φάρους σβησμένους

Δεν υπολόγιζες αυγές και δειλινά
βγήκες ανέγγιχτος μες απ' την τρικυμία
μα αντί να κόψεις των δεσμών σου τα ηνία
στοίβαξες φόβους σε μπαούλα αδειανά

Πίσω απ' τα φώτα ξεδιπλώνεται μια αλήθεια
κυλάει ο χρόνος σαν αδάμαστο ρυάκι
καμπάνες ήχησαν στης λήθης σου την άκρη
βουβός ο αέρας που ανασταίνει αποκαΐδια


Mps

26/3/14

Τα Λάφυρα Του ''Εγώ''

Τα Λάφυρα Του ''Εγώ''

Ήθελα σε άλλο ουρανό να ταξιδέψω
φτερά να ανοίξω κι αν δεν είχα να κεντήσω
στου δειλινού τις μυρωδιές πριν καταλήξω
τα λάφυρά μου στην ομίχλη να ξοδέψω

Όμως δεν είδα κοντινό ουράνιο τόξο
κι ας πρόσεξα πέρα βαθιά κάποιαν αχτίδα
ήταν θαμμένη από χρόνια η πυξίδα
τότε που αγόραζα ελπίδες όσο-όσο

Νύχτες υγρές, και σιγασμένες οι καμπάνες
τέσσερις τοίχοι δεν ξεπλένουν μια αυταπάτη
της φαντασίας μου παρέλυσε το άτι
και πες μου πως θα ξεχαστώ με άλλες πλάνες

Ορμητική μου σκέψη, παρέσυρες και 'μένα
τώρα αδειάζω δυο φορτία με αναμνήσεις
της μοναξιάς τόσες βραδιές ''ήξεις αφήξεις''
στέγνωσε τ' όνειρο σε λόγια ειπωμένα

Μικρέ μου φίλε, υστερόβουλε εαυτέ μου
φύσα τη στάχτη να καλύψω τα σημάδια
προτού οι μέρες μου σαλπάρουν σαν καράβια
ας έχω με το μέρος μου, φορά του ανέμου 


Mps

25/3/14

Εσχάτη Των Ποινών

Εσχάτη Των Ποινών

Φόρεσα ένα χαμόγελο ψεύτικο σαν χρυσάφι
και στα όνειρά μου φόρτωσα επίπλαστες χαρές
διατήρησα ανεκπλήρωτες εικόνες και ενοχές
με κάθε ελπίδα υγρό κερί που έπαψε να ανάβει

Έδεσα τη γραβάτα μου με κόμπους θλιβερούς
τόσο που πίστεψαν πολλοί αυτόχειρας πως ήμουν
με ενέχυρο το τίποτα σε αντάλλαξα σιωπή μου
και απ' τη βουή σου κράτησα λίγους και τυχερούς

Εσύ μικρέ καθρέφτη μου γιγάντωσες το λίγο
πνίγοντας βαθυπέλαγα σωρούς του αληθινού
ξεπούλησες μισοτιμής παράγωγα του νου
και ράγισες στην θέαση χάρτινων ηλιαχτίδων

Οι γύρω κράτησαν σφιχτά το κάθε σου γιατί
αλλά απαντήσεις έδωσαν σε άδειες ερωτήσεις
ήταν η έσχατη ποινή στη λησμονιά να ζήσεις
αφού προτίμησες το όνειρο αντί για τη στιγμή 



-Εμπνευσμένο από φράσεις του Τ. Λειβαδίτη-


Mps

Εσπερινός : Μάνος Ξυδούς & Κώστας Παρίσης

Εσπερινός
Μάνος Ξυδούς & Κώστας Παρίσης
μουσική : Κώστας Παρίσης
στίχοι : Χαράλαμπος Χατζηνάκης

24/3/14

Το Τέρας

Το Τέρας
 
Διέγραψα  απ'τη σκέψη μου άχρηστα δεδομένα
τράβηξα  άπειρες γραμμές για να ενώσω τ'άστρα
δυο  λόγια στην συνείδησή μου κράτησα χαραγμένα
ήρθε  επιτέλους ο καιρός να απαλλαχθώ απ'τη μάσκα

Δεν  έψαξα με μουσική αλήθειες να ξεθάψω
Ούτε  σ’ απόκρυφα στενά και σε τοιχογραφίες
Προσπάθησα  στο ψεύτικο σήμερα να σωπάσω
Και  στα όνειρά μου διέπραξα γιγάντιες νοθείες

Βλέποντας  πίσω μου φωτιές να μου φορτώνουν λάθη
έσβησα  απ' το τετράδιο τους στίχους που 'χα γράψει
αναρωτήθηκα  στο χθες πριν με προλάβει η στάχτη
αν  πια αξίζει να απαντώ το ‘’ναι’’ και το ‘’εντάξει’’

Και  εσύ μετάνιωσες σκληρά τα ''όχι'' που δεν είπες
κρύβεις  μπροστά σε κάμερες την κάθε σου αλήθεια
σε  ματαιόδοξες στιγμές έχασες και ότι είχες
και  όταν αλλάζεις σκηνικά παίζονται έργα ίδια

Όλοι  τριγύρω βιάζονται και προσπερνούν το τέρας
φθάνοντας  σε έρημους γκρεμούς με πλάτη γυρισμένη
πριν  ξημερώσει κρύβεσαι πίσω απ’ το φως της μέρας 
και  μπρος στη λάμψη στέκεσαι ωραία κοιμωμένη


Mps

Η Γέφυρα : Γιάννης Ρίτσος

Eίναι μια ωραία περιπλάνηση, σχεδόν μια δραπέτευση -
δεν ξέρω από πού και για πού, – μια μυστική δραπέτευση που δίνει
μια μυστικότητα στην κάθε κίνησή μας, στον ίσκιο μας πάνω στον τοίχο,
στις απίθανες σχέσεις των δακτύλων μας, στον ήχο των βημάτων
μας – μια εξαίσια αίσθηση
παρανομίας προς όλα, σαν του μοιχού, του κλέφτη, του φονιά,
του αρσενοκοίτη ή του λαθρεπιβάτη,
κ” η αίσθηση της παρανομίας αυτής σού επιβάλλει
μιαν άγρυπνη προσοχή για ν” αποφύγεις τη σύλληψη,
ενώ η προσοχή σου αυτή συλλαμβάνει
το νόημα μιας αρχικής ενοχής, συλλαμβάνει
τις πιο αδιόρατες εκφράσεις της σιωπής· μα τότε πάλι
νιώθεις πως έτσι παραβιάζεις μ” αντικλείδι ένα μεγάλο, ξένο
σκοτεινό χρηματοκιβώτιο
ύστερα από σκάλες πολλές και μεγάλους πλακόστρωτους διαδρόμους
που κάνουν ν” αντηχούν απεριόριστα οι κλειδώσεις σου,
κ” ένα καχύποπτο φεγγάρι μπαίνει από φεγγίτες καγκελόφραχτους
μεγάλο, κίτρινο, προδοτικό, φέρνοντάς σε αντιμέτωπο
με την ίδια πελώρια σκιά σου που κρατάει
μεγεθυσμένες τις σκιές των κλειδιών, που εσύ κρατάς, σα νάναι κιόλας
τα κάγκελα της φυλακής που θα σε κλείσει ισόβια· ώσπου τέλος

ανακαλύπτεις πως αυτό το χρηματοκιβώτιο
είναι δικό σου, ολότελα δικό σου
και μπορείς να τ” ανοίξεις ελεύθερα
και μπορείς να χαρίσεις όσα θέλεις στους φίλους σου
και μπορείς να σκορπίσεις όσα θέλεις στον άνεμο
με κείνη τη χαρά που δίνει το ανεξάντλητο
με κείνη τη χειρονομία μιας άσκοπης λεβεντιάς κι” ασωτείας
που είναι, ίσως, η μόνη αληθινή σκοπιμότητα.

Mα τότε νιώθεις ο ίδιος, πόσο η κίνηση αυτή θα φαίνεται ύποπτη
μες στο σκοτάδι το καρφωμένο απ” τ” άστρα, με το μετάλλινο ήχο
των κλειδιών,
σα χτύπημα σπαθιών, ψηλά στον αέρα, αόρατων μονομάχων ή ιππέων,
μ” αυτό το σκοτεινό, πελώριο στόμιο του χρηματοκιβώτιου
που χάσκει ανοιχτό μες στη νύχτα ενώ στο βάθος του αστράφτουν
σωροί τα νομίσματα περίεργων εποχών και τόπων,
ράβδοι χρυσού σα μεγάλα καρφιά για μια σταύρωση· στοίβες
χαρτονομίσματα
σα μυστικά τραπουλόχαρτα της Mοίρας. Kι” όσοι
δέχτηκαν μια στιγμή την προσφορά σου, μόλις στρίψεις το κεφάλι σου
δοκιμάζουν στην πέτρα τα νομίσματα, μα εκείνα δεν αφήνουν ήχο,
προσπαθούν ν” αποκρυπτογραφήσουν στα χαρτονομίσματα
τους αριθμούς και τις σφραγίδες, μ” αυτά δε διακρίνονται στο
καταπληχτικό σκοτάδι,
και τα πετούν ξανά μπροστά στα πόδια σου και φεύγουν.

Kαι μένεις μόνος μ” όλο σου τον πλούτο ποδοπατημένο,
μόνος μπρος στο μαγνητικό ανοιγμένο στόμιο του αδειανού πια
χρηματοκιβώτιου,
μόνος μπρος στην ακάλυπτη τρύπα του χάους,
με τόνα χέρι σου μισοσηκωμένο
σε μισοτελειωμένη στάση θεατρικής γενναιοδωρίας,
σαν άγαλμα ήρωα που ο ηρωισμός του
αποδείχτηκε απατηλός μετά θάνατον – ή σαν ατέλειωτη προσπάθεια
να γίνεις άγαλμα για να μη σωριαστείς στο χώμα – ένα άγαλμα
που τείνει μάταια σαν τσαμπί σταφύλι τ” αναπόδεκτα κλειδιά ενός
παραδείσου.

Γιάννης Ρίτσος
(1909 - 1990)

Ο Ελαφοκυνηγός (1978)

Πρωτότυπος Τίτλος : The Deer Hunter
Ελληνικός Τίτλος : Ο Ελαφοκυνηγός
Έτος : 1978
Σκηνοθέτης : Michael Cimino 
Πρωταγωνιστούν : Rοbert De Niro, Christopher Walken,
John Cazale, Meryl Streep, John Savage 
imdb
 
Τί να πει κανείς για αυτή την ταινία; Κάποιοι σινεφίλ ίσως αναρωτιούνται γιατί ο Cimino μετά τον Ελαφοκυνηγό δεν έκανε κάτι αξιόλογο. Κατά την άποψή μου, ότι κι αν είχε κάνει μετά από αυτό το έπος, θα έμοιαζε λίγο. Στον Ελαφοκυνηγό λοιπόν ''επιστράτευσε'' ότι καλύτερο από κάστ, ένα βαθύ νοηματικά σενάριο, και μια άριστη κινηματογραφική σκηνοθεσία. 
 Τα είχε όλα αυτή η ταινία. Φόβο, ελπίδα, συναίσθημα. Πολύ δύσκολα θα ξεχάσω κάποιες σκηνές. Και ακόμη δυσκολότερα τις τεράστιες ερμηνείες, ίσως από τις πιο άρτιες του Αμερικανικού σινεμά, εκείνες του De Niro και του Walken. Η ηγετική μορφή του πρώτου, και η τραγική φιγούρα του δεύτερου. 
 Ο ελαφοκυνηγός είναι ένα κινηματογραφικό μάθημα, αλλά και μια σκληρή γροθιά σε ότι πολεμοχαρές.

Τέχνη : Τάσος Λειβαδίτης

Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Τις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον
δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαριές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Βούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομμάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.

Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.

Τάσος Λειβαδίτης
(1922 - 1988)

Κολύμπι Στον Αφρό

Προσπαθώντας να παρομοιάσω το όποιο πνευματικό αλλά και συναισθηματικό ανθρώπινο βάθος με κάτι, το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι η θάλασσα. Απέραντη, ατελείωτη, άγνωστη, επικίνδυνη ταξιδεύτρια και συνάμα ελπιδοφόρος. Σ' αυτή τη θάλασσα λοιπόν κολυμπάμε όλοι μας, είτε ως μικρά είτε ως μεγαλύτερα ψάρια. Άλλοι επιλέγουν τα επιφανειακά νερά για να ζήσουν, άλλοι προτιμούν τον άγνωστο βυθό.
 Στην επιφάνεια τα πράγματα είναι απλά ή ίσως απλουστευμένα, καθότι το φως του ήλιου αποσαφηνίζει κάθε προσωρινή σκιά αργά ή γρήγορα. Εκεί ξέρεις πως κινείσαι ή κι αν δεν ξέρεις μαθαίνεις σύντομα. Ξέρεις ότι δεν θα κινδυνέψεις από μεγαλύτερα ψάρια, ούτε απ' τα απόκρυφα του σκοτεινού βυθού. Γνωρίζεις όμως, πως δεν θα ανακαλύψεις απόκρημνες χαράδρες, ούτε σπάνια είδη φυτοπλαγκτόν, κοραλλιών, οστρακοειδών. Καταλήγοντας στον εν λόγω παραλληλισμό λοιπόν, στον αφρό όλα δίνονται τόσο εύκολα όσο παίρνονται, ανταλλάσσονται, ξεπωλούνται. Με ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό. Την ιδιοτέλεια. Μπορείς να απαγκιστρωθείς από οτιδήποτε αναίμακτα, καθώς όλα χτίστηκαν στο μέτρο του ασήμαντου, του αδιάφορου, του απλά βολικού. Και φυσικά ήσουν παρόν.
  Στον βυθό μπορείς να τα ζήσεις όλα, θαρρώ. Πολύ πιο ιδιαίτερα και ομορφότερα, αλλά ίσως πολύ ψυχοφθόρα και ενίοτε καταστροφικά. Εκεί όλα κοστίζουν ακριβά. Το γέλιο, το δάκρυ, η φιλία, ο έρωτας. Αλλά μια γνώριμή μας ρήση δεν λέει ''ότι πληρώνεις παίρνεις''; Έτσι συμβαίνει εκεί. Από τα παραπάνω λοιπόν, αν είσαι άλλοτε τυχερός και άλλοτε ικανός, θα αποκτήσεις ένα πηγαίο γέλιο (έστω και στιγμιαίο), ένα γνήσιο δάκρυ, μια βαθιά φιλία, έναν αληθινό έρωτα. Ίσως δεν αποκτήσεις και τίποτα. Γιατί σε αντίθεση με τον αφρό, δεν υπάρχει το «δούναι και λαβείν». Υπάρχει η έκφραση του ότι αληθινού και η αγωνιώδης αναζήτηση δέκτη σε αυτό σε άγνωστα κυρίως μονοπάτια. Καμία πιθανότητα δεν είναι υπέρ ή κατά. Δεν είναι άλλο ένα στημένο παιχνίδι επίπλαστης επιτυχίας όπως εκείνο στον αφρό, στο οποίο όλοι θα πάρουν το μερίδιο που τους ανήκει. Όσοι όμως δουν μιαν αχτίδα φωτός, θα μπορούν να πιστέψουν πως είναι υπαρκτή και να την αντλήσουν εξ ολοκλήρου μέσα τους. Και θα νιώσουν την διαφορά. Άλλοι πάλι, μπορεί όχι απλά να μην καταφέρουν να ξεφύγουν από το σκοτάδι, αλλά να βουλιάζουν συνεχώς μέσα σ' αυτό. Αλλά, γι' αυτό υπάρχει η επιλογή επιφάνειας-βυθού. Το αν ρισκάρουν ή όχι, εξαρτάται από τις ιδέες, τα πιστεύω, αλλά περισσότερο από τα μάτια τους. Άν δεν παρατηρούν ποτέ το φως που περνάει από τη χαραμάδα, τότε μάλλον θα δυσκολευτούν στα βαθιά.
  Εν κατακλείδι, αν με ρωτούσαν τί είναι καλύτερο, εννοείται πως δεν θα είχα μία μόνο απάντηση. Και αυτό διότι, όπως είναι διαμορφωμένος ο ορισμός του ''καλύτερου'' στις μέρες μας, φαινομενικά καλύτερα είναι στον αφρό. Οι περισσότεροι άλλωστε σήμερα κολυμπούν στον αφρό, άλλοι το έχουν καταλάβει και συνειδητά το επέλεξαν, και άλλοι απλά το ζουν. Η δική μου πεποίθηση πάντως, η οποία αποκαλύπτεται και στα παραπάνω γραφόμενα είναι πως άν δεν κοπείς δεν θα δεις τί χρώμα έχει το αίμα σου. Και νομίζω πως η ανθρώπινη φύση βασίζεται στην ωραία αυτή αδυναμία της. Βυθός, λοιπόν.


Mps
Δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική κοινότητα φοιτητών του πανεπιστημίου Αιγαίου (myaegean.gr) στις 30/5/2014

23/3/14

Υγρή Αυλαία

 Υγρή Αυλαία

Αντίκρι σ'άγνωστα φαντάσματα πενθείς
και απέναντι πεζόδρομοι γεμάτοι και αδειανοί
ότι κι αν κρύψει η λήθη στη ρουλέτα θα φανεί
μα στην επόμενη ζαριά το ξέρεις, θα σωθείς

Όσο αφόριζες παλιές αλήθειες της στιγμής
χάρτινα λάβαρα υψώνοντας σε νότο και βορρά
τότε ο χρόνος έτρεχε μπροστάρης σιωπηρά
ευνούχος στ' όνειρο αυτό, κατάντησες νωρίς

Δίχως σταγόνα, καταρράκτη δεν θα βρεις
αναζητώντας την αλήθεια σ'άλλη διάσταση
αν τελειώσει με πνιγμό αυτή η παράσταση
μονάχα τότε θα 'σαι σίγουρος πως ''ζεις''


Mps

Ο Επισκέπτης (2007)

Πρωτότυπος Τίτλος : The Visitor
Ελληνικός Τίτλος : Ο Επισκέπτης
Έτος : 2007
Σκηνοθέτης : Thomas McCarthy
Πρωταγωνιστούν : Richard Jenkins, Haaz Sleiman, Danai Gurira

Η αλήθεια είναι πως σε καμία περίπτωση δεν περίμενα να δω κάτι που θα μου άρεσε τόσο πολύ, όταν ξεκίνησα την προβολή του Επισκέπτη. Ούτε γνώριζα, για να είμαι ειλικρινής, τον Richard Jenkins.. Δεν πρέπει να τον έχω ξαναπετύχει σε ταινία. Όμως στην συγκεκριμένη ήταν τόσο αληθινός, και τόσο άρτια η ερμηνεία του. Μια ταινία που πραγματεύεται με απλό,καθημερινό τρόπο την εσωτερική μοναξιά του ανθρώπου, με έναν τίτλο αμιγώς κατάλληλο να περιγράψει τα συμβαίνοντα σε αυτή.