9/9/14

Μικρόκοσμοι : Γιάννης Τριάντης

Μπήκε στο γραφείο καιτρόμαξα να τον γνωρίσω.Τα μαλλιά και τα γένια του κατάμαυρα, στιλπνά και φρέσκα, θύμιζαν πτέρωμακότσυφα μετά τη βροχή. Τον θυμόμουνα να γκριζάρει γλυκά, με τις πρώτες ρυτίδεςνα αυλακώνουν το μέτωπο, σαν ποταμάκια σε μεγάλο χάρτη... Κατάλαβε την έκπληξήμου και υπερασπίστηκε με σθένος τα βαμμένα μαλλιά του χωρίς εγώ να θίξω τοθέμα...
 Λέγαμε διάφορα με τον παλιόγνώριμο, αλλά στομυαλό μου τριγυρνούσε σαν επίμονη μέλισσα η σκέψη για τον χρόνο που περνάει,για την αναπόφευκτη φθορά. Τότε θυμήθηκα κάτι που με είχε σταμπάρει, εκεί γύρωστα σαράντα μου χρόνια. Γεμάτο ασφυκτικά το λεωφορείο, όρθιος εγώ, δίπλα μου έναςηλικιωμένος και στην παρακείμενη θέση δυο πιτσιρίκια του Δημοτικού. Στομπροστινό κάθισμα η μητέρα τους που γυρίζει κάποια στιγμή και τους λέει:«Σηκωθείτε, σας παρακαλώ, να καθίσουν οι κύριοι». Σηκώθηκαν αμέσως τα παιδιά,έκατσε ο ηλικιωμένος, αλλά εγώ συνέχιζα να χαζεύω σα να μην με αφορούσε ηευγενική χειρονομία της μητέρας. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ανήκω στο κλαμπτων μεγάλων, στους οποίους παραχωρούν θέση οι νεότεροι...
 Είναι βαρύ και δύσκολο ναπαραδεχτείς ότι μεγάλωσες. Πόσωμάλλον ότι γέρασες. Γιʼ αυτό και όταν κάποιος χαιρέκακα ή από συνήθειααναφέρεται στην ηλικία, η πρώτη φράση που βγαίνει από τα χείλη ενστικτωδώς καιαστραπιαία είναι αυτή: «Νιώθω νέος μέσα μου»... Απελπισμένη άμυνα, πουσυνοδεύεται συνήθως από απαρίθμηση «κατορθωμάτων». Θέλεις να δείξεις ότι ηφθορά δεν σʼ έχει αγγίξει ή δεν έχει περιορίσει δραστικά δραστηριότητες,δυνατότητες και συνήθειες... Άδικος κόπος. Ο καθένας ξέρει καλά ότι όσοχαμηλώνει το ταβάνι του χρόνου, τόσο συρρικνώνεται ο κύκλος των παλιώνδραστηριοτήτων. Το θέμα είναι να συμβιβαστείς με την ιδέα, αντιμετωπίζονταςτρυφερά τη φθορά και τις απώλειες.
 Κάποιοι το δέχονται μέσατους. Συμφιλιώνονται με το ανεπίστρεπτο και ηρεμούν. Κάνουν ένα«άλμα πάνω από τη φθορά» και βιώνουν ειρηνικά το έσχατο μέρος του κύκλου τους.Άλλοι, όμως, πασχίζουν πάση θυσία να αναχαιτίσουν τον χρόνο, να σταματήσουν τιςοξειδωτικές συνέπειες. Δεν αρκούνται στο λογικό οπλοστάσιο της συντήρησης –καλήδιατροφή, γυμναστική κ.λπ.– αλλά καταφεύγουν, κυρίως οι γυναίκες, σε κραυγαλέεςπαρεμβάσεις που καταλήγουν συνήθως σε εκτρωματικές μεταβολές. Μελαγχολικήεικόνα. Σα να βάζεις παράθυρα αλουμινίου σε νεοκλασικό...
 Περπατώντας αργότερα στοκέντρο με τον «ανανεωμένο» εμφανισιακά φίλο μου, παρατηρούσαμε τα υπέροχα παλιά κτίριακαι λέγαμε πόσο όμορφα φαντάζουν –παράταιρη ομορφιά– μέσα στην ανεκδιήγητησυστοιχία των νεότερων κτισμάτων. Όμως έκανε μια παρατήρηση που την βρήκαενδιαφέρουσα. Είπε ότι, τελικά, καινούργια και παλιά κτήρια συνθέτουν έναετερόκλιτο μεν, αλλά αξιοπρόσεκτο σύνολο ιδιαίτερης αισθητικής αξίας. Καιυπενθύμισε πόσο λαμπερά προβάλλουν σήμερα κάτι ορθογώνια βιομηχανικά κτίρια ταοποία πασχίζουμε να κριθούν διατηρητέα, ενώ όταν ήταν στις δόξες τους δενγύρναγε μάτι να τα κοιτάξει. «Κάπως έτσι είναι και οι ηλικίες για τουςανθρώπους», σκέφτηκα. «Κάθε μια έχει τις χάρες της». Αλλά εκείνη τη στιγμήαπέφυγα να μοιραστώ τη σκέψη αυτή με τον παλιόφιλο, για να μην πάει η κουβένταστην αγχώδη, κατά τη γνώμη μου, προσπάθεια να ανανεώσει την εμφάνισή του...
 Αντίθετα, λέγαμε και οι δυόπόσο μας αρέσουν κάτι ωραία ξενοδοχεία του παρελθόντος, μαραμένα από τον χρόνο αλλά ακατάβλητα,φθαρμένα αλλά γοητευτικά στην εμφάνιση. Σαν την Τζέιν Μπίρκιν ή την Έλεν Μίρεν,ας πούμε... Ωχρά στην όψη, με μια περήφανη μελαγχολία να μαρτυρεί την ηλικίατους, τα ξενοδοχεία αυτά αναδίδουν το άρωμα παλαιών εποχών χωρίς να μπαίνουν σεάχαρους ανταγωνισμούς με τα καινούργια. Το καθένα στο «πόστο» του... 

 Κάπως κουρασμένοι, αράξαμεσʼ ένα μπαρ με τον φίλο μου,παρατηρώντας τον νεαρόκοσμο που έσφυζε από ζωντάνια. Όλα μια κοψιά. Σορτσάκικαι πέδιλα για τα κορίτσια, ίδιο κούρεμα για τα αγόρια. Είχαμε μπει σε «λάθος»μπαρ, αλλά το διασκεδάζαμε. Τα παιδιά ήταν διακριτικά, δεν μας έδιναν ιδιαίτερησημασία, αλλά κάπου κάπου μας κοίταζαν σα να ʼμαστε κορνιζαρισμένες γκραβούρεςσε νεανικό δωμάτιο. «Μοιάζουμε σαν διατηρητέα», είπε ο φίλος μου και σκάσαμεστα γέλια, πίνοντας στην υγειά της νεότητος... Είπαμε. Ο καθένας στο «πόστο»και στον κόσμο του.
  Να σας πω την αλήθεια,εκείνη τη στιγμή είχαστο νου μου τα «ωραία ερείπια». Ερειπωμένους ανθρώπους, και κυρίως, παλιέςσχέσεις. Και κατά πόσο φαντάζουν ερείπιο ή εικόνισμα μέσα μας... Διέκοψε τιςσκέψεις μου ο φίλος. Και είπε ευθέως: «Ξέρεις γιατί έβαψα μαύρα τα μαλλιά μου;Ήθελα να κάνω άλμα πάνω από τη φθορά»... Γύρω μας βούιζε ο κόσμος τωνπιτσιρικάδων. Υψώσαμε τα ποτήρια και ήπιαμε στην υγειά μας...
 
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 195)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου