6/9/14

Απέναντι στον καθρέφτη : Γιάννης Τριάντης

«Οι πιο ενδιαφέροντες αγώνες είναι αυτοί που έχει να δώσει ενάντια στον εαυτό του», Σαρλ Μπωντλαίρ
Για τον Ντελακρουά μιλούσε ο Μπωντλαίρ. Αλλά ήταν σα να αφορούσε εμένα οαφορισμός του, έτσι που χάζευα τα ακίνητα βιβλία στη βιβλιοθήκη και ένιωθα ναμʼ αγγίζει απαλά στο στήθος η σαΐτα του διεισδυτικού στοχαστή, αποσπασμένη απότα περίφημα Αισθητικά Δοκίμια...
 Κολυμπούσα στα μαύρασκοτάδια του προσωπικού ανεξήγητου –έτσι με βόλευε να χαρακτηρίζω την εσωτερική μου ακαταστασία– και ήταν αδύνατο να δώσω σημασία στον ισχυρισμό του Μπωντλαίρ αλλάκαι στο ειδικό βάρος του τυπωμένου κόσμου που βρισκόταν απέναντι, στηδιακριτικά δοτική βιβλιοθήκη. Εκείνη τη στιγμή δεν χρειαζόμουν ούτε στίχουςούτε φιλοσοφημένες σκέψεις ούτε καν αγαπημένες μουσικές που συχνά με περνούνστην όχθη μιας εγκεφαλικής ευτοπίας, έτσι που φουσκώνουν μέσα μου σαν αεράκι τοπανί ανακουφιστικών συλλογισμών και καταπραϋντικής παρηγοριάς.
 Αλλά εκείνο το βράδυ είχεάπνοια η διάθεση.Ήξερα τι φταίει, αλλά είχα δυσκολία να ομολογήσω τηναδυναμία μου, να παραδεχτώ την ήττα σʼ ένα ζόρικο προσωπικό παιχνίδι και να τοπάρω απόφαση, να συμφιλιωθώ με τη σκληρή πραγματικότητα, να προχωρήσω με τιςχαρακιές ευδιάκριτες –τίμημα ή παράσημο, δεν έχει σημασία– και να ελευθερωθώ από τους δαίμονες που με παρασέρνουν στις ίδιες καθηλωτικές και αδιέξοδεςσκέψεις.
 Αίφνης υψώθηκε μέσα μου ένασυντριπτικό ερώτημα,που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση «δάσκαλε, πουδίδασκες» και το οποίο έφερε πάλι στην πρώτη γραμμή τον αφορισμό του Μπωντλαίργια τους αγώνες ενάντια στον εαυτό μας. Μην τα πολυλογώ, εγώ είμαι εκείνος πουείχα αντιστρέψει μια τρυφερή προτροπή της Φρανσουάζ Σαγκάν, τον τίτλο ενός θεατρικού έργου της που έλεγε «Μην προσπερνάς την ευτυχία» και τον είχα μετατρέψει αυθαίρετα αλλά με την αυτοπεποίθηση του κατασταλαγμένου στωικού στοαντίθετό του: «Μην προσπερνάς τη δυστυχία»...
 Δεν μετανιώνω για τηναντιστροφή αυτή.Τις δύσκολες στιγμές, ακόμη και τις οριακές –με εξαίρεσηβαριές αρρώστιες και θανάτους– τις ένιωθα και τις βίωνα σχεδόν ισοϋψώς με τις καλές, ανέμελες και ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Δεν επρόκειτο για επιπόλαιη χορογραφία λέξεων ούτε για ασυγχώρητη ελαφρότητα εγγενούς μαζοχισμού.Ήταν πεποίθηση, που με βοηθούσε να κωπηλατώ στον ωκεανό της υπαρξιακής μουαγωνίας και να τα βγάζω πέρα με τα κύματα που ταλανίζουν το ανθρώπινο καρυδότσουφλο που είμαστε. Μια χαρά με βόλευε η αντιστροφή αυτή. Έδινε νόημακαι πνοή στο καθετί του καθεμέρα μου. Αλλά τώρα; Τώρα που νιώθω ναυαγός σεαπρόσιτη ξέρα, γιατί δεν μακαρίζω τη δυστυχία μου; Γιατί αφήνω στην άκρη τηστωικότητα που προϋποθέτει και επιστρέφω στο ίδιο τέλμα σαν μοτοσυκλέτα χωρίςοδηγό που συντρίβεται στον «γύρο του θανάτου»;
 Ήξερα τι φταίει μέσα μουαλλά δεν είχα τη δύναμηνα το παραδεχτώ. Δεν μπορούσα να αγωνιστώ εναντίον του εαυτού μου, να συντρίψωτα απροσπέλαστα βραχώδη του εγωισμού και να βουτήξω στο καθαρτήριο ποτάμι τηςπαραδοχής. Ένιωθα ακίνητος σαν θλιμμένο άγαλμα, ώσπου κάτι άρχισε να κινείται στον κόσμο της εσωτερικής μου λιμνοθάλασσας. Ξεπήδησαν σαν εισαγγελικές ερωτήσεις σε ποινική δίκη κάτι δικές μου στιγμές ενός άτεγκτου απόλυτουαπέναντι στους άλλους. Φέρʼ ειπείν, η παροιμιώδης δυσανεξία μου απέναντι σεφοβισμένους ανθρώπους ή σε κάποιους που νιώθεις τη χειραψία τους σαν σβησμένοκάρβουνο στο χέρι σου ή –τόσο συχνά μου συμβαίνει– απέναντι στις ψιμυθιωμένες γυναίκες που προσπαθούν απεγνωσμένα να δείξουν άλλες, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καταστούν προσπελάσιμες, να είναι έστω και παροδικά θελκτικές, αν και το ξέρουν ότι είναι καταδικασμένες να ζουν αθέατες ή υποφωτισμένες στηνπολύβουη αγορά της ζήτησης...
 Όλους αυτούς τους έριχναστον Καιάδα,χωρίς να στρέψω ούτε στιγμή τα φώτα μου στον προσωπικό τους λαβύρινθο, στο δικό τους ευπρόβλητο υπόστεγο, που ποιος ξέρει τι θυελλώδεις άνεμοι, ποιες συγκυρίες, ποια τύχη κακή, ποια μοίρα το έχουν καταστήσει ψυχρό,απρόσωπο, φοβισμένο, αδιάφορο και απωθητικό...
 Αυτό ήταν.Ασυναίσθητα εκτόξευα απαιτητικά ερωτήματα προς εαυτόν για χίλια δυό, και ένιωθα μέσα στο μαύρο σκοτάδι να προβάλουν μικρές μαρμαρυγές. Δεν ξέρω αν με είχε επηρεάσει ο αφορισμός του Μπωντλαίρ. Ήξερα όμως ότι ασυναίσθητα είχα μπει στον αγώνα. Για την έκβαση,τι να σας πω; Ούτε ο καθρέφτης απέναντί μου ήταν σίγουρος...
  
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 16/05/2013 (Τεύχος 187)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου