17/9/14

Ο Μικρός Ναυτίλος : Οδυσσέας Ελύτης

 Μύρισαι Το Άριστον
XVIII

Από μικρό παιδί μου γεμίσανε το κεφάλι με την εικόνα ενός θανάτου κουκουλωμένου στα μαύρα, που κρατά τη ζωή σαν φάκα και μας την προτείνει ανοιχτή, με το δόλωμα της ηδονής στη μέση. Αφήστε με να γελάσω. Κάτι άλλο έλεγε κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω απ' τον ήλιο.
Το σώμα ξέρει.

Οδυσσέας Ελύτης
 (1911 - 1996)

10/9/14

Μεταξωτοί Άνθρωποι : Γιάννης Τριάντης


Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος: «Μεταξωτοί άνθρωποι». Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο. Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι...
  Μού ’μεινε αυτός ο χαρακτηρισμός. Χαράχτηκε μέσα μου. Κι από τότε ένα νέο κριτήριο λειτουργεί στις αξιολογήσεις μου για τους ανθρώπους: η συμπεριφορά και η στάση τους σε «ασήμαντα» πεδία της καθημερινότητας. Αυτά που συνήθως τα προσπερνάμε ή δεν τα παρατηρούμε, γιατί δεν μας απασχόλησαν ποτέ οι εκφάνσεις της «μεταξωτής συμπεριφοράς»... Βέβαια οι άνθρωποι δεν συγκροτούν ως χαρακτήρες ένα συμπαγές όλον, αλλά ένα αντιφατικό σύνθεμα, στο οποίο συνυπάρχουν «μεταξωτά» στοιχεία και ακάνθινες απολήξεις. Γι’ αυτό και είναι κάπως παρακινδυνευμένα τα άμεσα και οριστικά συμπεράσματα για το «είναι» των ανθρώπων...
  Παρ’ όλα αυτά, προσωπικά, διακινδυνεύω την εξαγωγή συμπερασμάτων παρατηρώντας μικρές «ασήμαντες» κινήσεις στις παρέες, στον εργασιακό χώρο και στο «δάσος» του καθεμέρα, όταν συγχρωτίζομαι με αγνώστους. Και συνήθως δεν πέφτω έξω. Διότι τα γνωρίσματα αυτά αποκαλύπτουν πειστικά τον εσωτερικό κόσμο του άλλου. Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό... Φερ’ ειπείν, «σκλαβώνομαι» από εκείνους που δεν ορμάνε να πιάσουν την καλύτερη θέση στο τραπέζι μιας ταβέρνας. Θεωρώ την κίνηση αυτή απότοκο καταγωγικής ευγένειας και γενναιοδωρίας, η οποία αδιαφορεί για το ιδιωφελές και συμφέρον. Αντίθετα, οι άνθρωποι που σπεύδουν φουριόζοι για μια καλή θέση καταχωρίζονται μέσα μου σαν αρπακτικά. Και – τό ’χω παρατηρήσει – έτσι συμπεριφέρονται, σαν αρπακτικά, και σε άλλα ζωτικά και κρίσιμα πεδία...
  Η μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως – η κυρίως – στο σαβουάρ βίβρ και στους «καλούς τρόπους» εν γένει. Τέμνεται σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα διδαχθείσης μεθόδου για το φέρεσθαι. Εδώ, το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου χαρακτήρα. Είναι ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του.
  Είναι η θέαση του κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού. Είναι, ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς βέβαια η «μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης προσωπικών δικαιωμάτων και δικαίων. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί τον εαυτό του... Όμως, προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας «μεταξωτός άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο, όταν άλλοι τον προσπερνούν – στη σειρά μιας καντίνας η στην ιεραρχία – χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και μεθόδους. Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του. Αποτελεί μέρος του αξιακού του κώδικα. Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά». Αλλά συνειδητά δεν συμμετέχει στο εξοντωτικό αυτό παιχνίδι. Απέχει χωρίς να κλαυθμηρίζει. Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και γρανιτένιοι.
  Ένας από αυτούς έγινε φίλος μου – και το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι θα συμβεί αυτό. Πρώτη μέρα στη μονάδα γύρισε από τη σκοπιά και μπήκε στη σειρά για φαγητό. Ήταν τρίτος από το τέλος. Τότε ακούστηκε ο μάγειρας να λέει ότι έμειναν μονάχα δύο μερίδες. Ο Κωστής πλησίαζε, ήταν ένας από τους δύο τυχερούς. Αλλά μόλις άκουσε τον μάγειρα, έφυγε αθόρυβα παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο. Έτσι. Αθόρυβα, αυτοθυσιαστικά, γενναιόδωρα, χωρίς να το κάνει θέμα...
  Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν. Που μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους. Που χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων. Που δεν σπεύδουν χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα», δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που πονάνε τους άλλους... Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες. Εκείνοι που υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα όταν λοιδορείται σε μια παρέα, χωρίς να είναι φίλος τους, αλλά επειδή νιώθουν ότι αδικείται... Οι μεταξωτοί άνθρωποι. Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί παρόντες στην κουβέντα, με το μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι για να εντυπωσιάσουν. Άνθρωποι με ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά... Υπεράνθρωποι; Όχι. Απλώς, μεταξωτοί... Φαίνονται από μακριά. Αρκεί να προσέξεις «μικρές», «ασήμαντες» κινήσεις στο φέρεσθαι των ανθρώπων…

του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύθηκε στο πολιτικό περιοδικό «Επίκαιρα» την Πέμπτη 25/11/2010

9/9/14

Μικρόκοσμοι : Γιάννης Τριάντης

Μπήκε στο γραφείο καιτρόμαξα να τον γνωρίσω.Τα μαλλιά και τα γένια του κατάμαυρα, στιλπνά και φρέσκα, θύμιζαν πτέρωμακότσυφα μετά τη βροχή. Τον θυμόμουνα να γκριζάρει γλυκά, με τις πρώτες ρυτίδεςνα αυλακώνουν το μέτωπο, σαν ποταμάκια σε μεγάλο χάρτη... Κατάλαβε την έκπληξήμου και υπερασπίστηκε με σθένος τα βαμμένα μαλλιά του χωρίς εγώ να θίξω τοθέμα...
 Λέγαμε διάφορα με τον παλιόγνώριμο, αλλά στομυαλό μου τριγυρνούσε σαν επίμονη μέλισσα η σκέψη για τον χρόνο που περνάει,για την αναπόφευκτη φθορά. Τότε θυμήθηκα κάτι που με είχε σταμπάρει, εκεί γύρωστα σαράντα μου χρόνια. Γεμάτο ασφυκτικά το λεωφορείο, όρθιος εγώ, δίπλα μου έναςηλικιωμένος και στην παρακείμενη θέση δυο πιτσιρίκια του Δημοτικού. Στομπροστινό κάθισμα η μητέρα τους που γυρίζει κάποια στιγμή και τους λέει:«Σηκωθείτε, σας παρακαλώ, να καθίσουν οι κύριοι». Σηκώθηκαν αμέσως τα παιδιά,έκατσε ο ηλικιωμένος, αλλά εγώ συνέχιζα να χαζεύω σα να μην με αφορούσε ηευγενική χειρονομία της μητέρας. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ανήκω στο κλαμπτων μεγάλων, στους οποίους παραχωρούν θέση οι νεότεροι...
 Είναι βαρύ και δύσκολο ναπαραδεχτείς ότι μεγάλωσες. Πόσωμάλλον ότι γέρασες. Γιʼ αυτό και όταν κάποιος χαιρέκακα ή από συνήθειααναφέρεται στην ηλικία, η πρώτη φράση που βγαίνει από τα χείλη ενστικτωδώς καιαστραπιαία είναι αυτή: «Νιώθω νέος μέσα μου»... Απελπισμένη άμυνα, πουσυνοδεύεται συνήθως από απαρίθμηση «κατορθωμάτων». Θέλεις να δείξεις ότι ηφθορά δεν σʼ έχει αγγίξει ή δεν έχει περιορίσει δραστικά δραστηριότητες,δυνατότητες και συνήθειες... Άδικος κόπος. Ο καθένας ξέρει καλά ότι όσοχαμηλώνει το ταβάνι του χρόνου, τόσο συρρικνώνεται ο κύκλος των παλιώνδραστηριοτήτων. Το θέμα είναι να συμβιβαστείς με την ιδέα, αντιμετωπίζονταςτρυφερά τη φθορά και τις απώλειες.
 Κάποιοι το δέχονται μέσατους. Συμφιλιώνονται με το ανεπίστρεπτο και ηρεμούν. Κάνουν ένα«άλμα πάνω από τη φθορά» και βιώνουν ειρηνικά το έσχατο μέρος του κύκλου τους.Άλλοι, όμως, πασχίζουν πάση θυσία να αναχαιτίσουν τον χρόνο, να σταματήσουν τιςοξειδωτικές συνέπειες. Δεν αρκούνται στο λογικό οπλοστάσιο της συντήρησης –καλήδιατροφή, γυμναστική κ.λπ.– αλλά καταφεύγουν, κυρίως οι γυναίκες, σε κραυγαλέεςπαρεμβάσεις που καταλήγουν συνήθως σε εκτρωματικές μεταβολές. Μελαγχολικήεικόνα. Σα να βάζεις παράθυρα αλουμινίου σε νεοκλασικό...
 Περπατώντας αργότερα στοκέντρο με τον «ανανεωμένο» εμφανισιακά φίλο μου, παρατηρούσαμε τα υπέροχα παλιά κτίριακαι λέγαμε πόσο όμορφα φαντάζουν –παράταιρη ομορφιά– μέσα στην ανεκδιήγητησυστοιχία των νεότερων κτισμάτων. Όμως έκανε μια παρατήρηση που την βρήκαενδιαφέρουσα. Είπε ότι, τελικά, καινούργια και παλιά κτήρια συνθέτουν έναετερόκλιτο μεν, αλλά αξιοπρόσεκτο σύνολο ιδιαίτερης αισθητικής αξίας. Καιυπενθύμισε πόσο λαμπερά προβάλλουν σήμερα κάτι ορθογώνια βιομηχανικά κτίρια ταοποία πασχίζουμε να κριθούν διατηρητέα, ενώ όταν ήταν στις δόξες τους δενγύρναγε μάτι να τα κοιτάξει. «Κάπως έτσι είναι και οι ηλικίες για τουςανθρώπους», σκέφτηκα. «Κάθε μια έχει τις χάρες της». Αλλά εκείνη τη στιγμήαπέφυγα να μοιραστώ τη σκέψη αυτή με τον παλιόφιλο, για να μην πάει η κουβένταστην αγχώδη, κατά τη γνώμη μου, προσπάθεια να ανανεώσει την εμφάνισή του...
 Αντίθετα, λέγαμε και οι δυόπόσο μας αρέσουν κάτι ωραία ξενοδοχεία του παρελθόντος, μαραμένα από τον χρόνο αλλά ακατάβλητα,φθαρμένα αλλά γοητευτικά στην εμφάνιση. Σαν την Τζέιν Μπίρκιν ή την Έλεν Μίρεν,ας πούμε... Ωχρά στην όψη, με μια περήφανη μελαγχολία να μαρτυρεί την ηλικίατους, τα ξενοδοχεία αυτά αναδίδουν το άρωμα παλαιών εποχών χωρίς να μπαίνουν σεάχαρους ανταγωνισμούς με τα καινούργια. Το καθένα στο «πόστο» του... 

 Κάπως κουρασμένοι, αράξαμεσʼ ένα μπαρ με τον φίλο μου,παρατηρώντας τον νεαρόκοσμο που έσφυζε από ζωντάνια. Όλα μια κοψιά. Σορτσάκικαι πέδιλα για τα κορίτσια, ίδιο κούρεμα για τα αγόρια. Είχαμε μπει σε «λάθος»μπαρ, αλλά το διασκεδάζαμε. Τα παιδιά ήταν διακριτικά, δεν μας έδιναν ιδιαίτερησημασία, αλλά κάπου κάπου μας κοίταζαν σα να ʼμαστε κορνιζαρισμένες γκραβούρεςσε νεανικό δωμάτιο. «Μοιάζουμε σαν διατηρητέα», είπε ο φίλος μου και σκάσαμεστα γέλια, πίνοντας στην υγειά της νεότητος... Είπαμε. Ο καθένας στο «πόστο»και στον κόσμο του.
  Να σας πω την αλήθεια,εκείνη τη στιγμή είχαστο νου μου τα «ωραία ερείπια». Ερειπωμένους ανθρώπους, και κυρίως, παλιέςσχέσεις. Και κατά πόσο φαντάζουν ερείπιο ή εικόνισμα μέσα μας... Διέκοψε τιςσκέψεις μου ο φίλος. Και είπε ευθέως: «Ξέρεις γιατί έβαψα μαύρα τα μαλλιά μου;Ήθελα να κάνω άλμα πάνω από τη φθορά»... Γύρω μας βούιζε ο κόσμος τωνπιτσιρικάδων. Υψώσαμε τα ποτήρια και ήπιαμε στην υγειά μας...
 
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 195)

8/9/14

Τω αγνώστω... : Γιάννης Τριάντης

Πάντα μου άρεσε εκείνη η φράση που άκουγα μικρός από κάποιους μεγαλύτερους: «Κάνε το καλό και ρίχ’ το στον γιαλό». Όμως την υπέρτατη αξία της φράσης αυτής την κατάλαβα αργότερα. Όταν διαπίστωσα τι σημαίνει να «κάνεις το καλό» και να το ξέρεις μονάχα εσύ. Να μην το κοινοποιείς. Να μην το κάνεις θέμα, αδιαφορώντας για επαίνους και κολακείες που προσφέρει η δημοσιότης... Έτσι. Μυστικά και ήσυχα, όπως οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν στις σημερινές, πραγματικές ιστορίες μας.
• Φυσούσε διαολεμένα στη Σαλαμίνα εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου. Η παρέα κατέβαινε σε μια παραλία και ένας από τους φίλους άρχισε να ψάχνει το καπελάκι του και δεν το εύρισκε. Του είχε πέσει στη διαδρομή. Πήγε να σκάσει από το κακό του γιατί ήταν δώρο αυτό το καπέλο. Άσε που τον ενοχλούσε ο ήλιος και το χρειαζόταν. Άρχισε, λοιπόν, να κάνει ανάποδα τη διαδρομή μέχρι το αυτοκίνητο μπας και το βρει. Αλλά με τέτοιον αέρα θα είχε φτάσει ήδη στην άλλη άκρη του νησιού το καπελάκι. Πήγε μέχρι το αυτοκίνητο, αλλά τίποτε. Ξαναπήρε τον δρόμο για την παραλία, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι του το καπέλο του. Ήταν αφημένο στη γωνία ενός εξοχικού και είχε πάνω του μια πέτρα. Για να μην το πάρει ξανά ο αέρας!
  Ήρθε κοντά μας συγκινημένοςο φίλος. Κάποιος άγνωστος όχι μόνο δεν προσπέρασε το ασήμαντο καπέλο, αλλά «μπήκε στον κόπο» να σκεφτεί τον Άλλον. Ότι πιθανώς θα λείψει στον ιδιοκτήτη. Και ότι έπρεπε να βρει τρόπο ώστε να εξασφαλίσει τις λίγες πιθανότητες να το αναζητήσει και να το ξαναβρεί. Έτσι έβαλε την πετρούλα πάνω στο καπελάκι και το απέθεσε σε μια ευδιάκριτη θέση... Δεν ήταν κόπος, ασφαλώς, για τον υπέροχο άγνωστο. Εκείνο που λάμπει στην περίπτωση αυτή είναι η έγνοια ενός αγνώστου για τον άγνωστο Άλλον. Η εσωτερική παρόρμηση που γίνεται καθήκον, χωρίς τους δυναστικούς και ψυχαναγκαστικούς όρους του καθήκοντος. Ο προσωπικός κώδικας ηθικής και συμπεριφοράς που μεταβάλλει το περιφρονημένο αυτονόητο σε κάτι μεγαλειώδες.
• Είχε χρόνια την απορία μια φίλη: Γιατί ο αδελφός της έκανε παρέα στο Γυμνάσιο, αλλά και αργότερα, μ’ ένα παιδί που δεν φημιζόταν ούτε για την οξύνοιά του ούτε για τον χαρακτήρα του; Παιδί περίκλειστο, οχυρωμένο στις εμμονές του αλλά και σε κάτι απροσδιόριστο για τους τρίτους, κάτι που το κρατούσε μακριά από παρέες και συνάφειες. Η απορία της φίλης επιζητούσε απάντηση, μιας και όταν ερχόταν η κουβέντα σ’ αυτό το θέμα ο αδελφός της άλλαζε συζήτηση, πιθανώς απορημένος μέσα του που οι άλλοι δεν καταλάβαιναν το «γιατί». Ε, κάποια στιγμή, προσφάτως, τον ρώτησε τον αδελφό της. Και πήρε την απάντηση: «Η παρέα μου του έδινε χαρά. Το καταλαβαίνεις;»...
  Δεν επρόκειτο για οίκτο.Ούτε γιαμεγαθυμία. Μπήκε στην ψυχή του Άλλου ο αδελφός της φίλης μου και είδε την ερημιά του. Δεν ένιωθε τη συνάφεια ως πράξη αυτοθυσίας ούτε ως δώρημα που περιμένει ανταπόδοση. Γι’ αυτό δεν κοινοποιούσε σε κανέναν το κινούν αίτιον. Μοίραζε χαρά με την πράξη του και χαιρόταν ο ίδιος. Ίσως γιατί σκεφτόταν ότι στη θέση του Άλλου θα μπορούσε να είναι ο ίδιος. Κάπως έτσι συγκροτείται ο προσωπικός κώδικας ηθικής και συμπεριφοράς...
• Το έμαθα πριν από χρόνια. Και το κράτησα μέσα μου. Ως διαρκή λαμπηδόνα... Ένας γνωστός άνθρωπος του ευρύτερου καλλιτεχνικού χώρου, ταλαντούχος και μοναχικός, ζούσε φτωχικά. Σε μεγάλη ένδεια. Αλλά η περηφάνια του δεν του επέτρεπε να ζητάει δανεικά ούτε να επαιτεί. Είχε γύρω του πολύ κόσμο, από τον καιρό της φήμης και της αίγλης του, αλλά οι περισσότεροι τον εγκατέλειψαν. Και κάτι λίγοι που έμειναν κοντά του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον βοηθήσουν... Τότε φάνηκαν δυο άγνωστοι. Ονόματα και οι δυο. Ο ένας επιφανής δημοσιογράφος και ο άλλος σπουδαίος τραγουδιστής. Αυτοί τον ανέλαβαν. Μυστικά. Χωρίς καν να γνωρίζει προσωπικά ο ένας τον άλλον. Αυτοί τον ζούσαν, μέχρι που εγκατέλειψε τα εγκόσμια, δίχως ποτέ να πουν σε οποιονδήποτε –ούτε και στους δικούς τους ανθρώπους– για το γεγονός. Το αποκάλυψε ο ίδιος ο ευεργετηθείς σε κάποιους κοντινούς του...
  Ιδού και εδώ τα ίδια χαρακτηριστικάπου εξοστρακίζουν την έννοια της αναγνωρισμένης φιλανθρωπίας και της ιδιοτελούς προσφοράς. Έγνοια για τον Άλλον που δεν κοινοποιείται. Αλληλεγγύη που δεν κραυγάζει. Χαρά που μοιράζεται αφειδώλευτα, χωρίς να περιμένει εύσημα. Συνεισφορά που δεν νοιάζεται για την απονομή επαίνων και τίτλων... Ακριβώς αυτό που λέει η λαϊκή ρήση: «Κάνε το καλό και ρίχ’ το στον γιαλό». Και αυτό, χάνεται μεν στη θάλασσα των μυστικών, αλλά επιστρέφεται στον αποστολέα και τον πλημμυρίζει με αγαλλίαση. Γιατί το καλό είναι σαν τον χρυσό. Δεν χάνει ποτέ την αξία του...
Υ.Γ. Κάποιοι δυσανασχετούν όταν ακούνε τη λέξη «ηθική». Προφανώς δεν αντέχουν το ειδικό της βάρος ή την μπερδεύουν με την ανέξοδη και υποκριτική ηθικολογία.
 
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 201)

7/9/14

Ζήλεψα, σας λέω... : Γιάννης Τριάντης

Ο ένας για Πάρο. Ο άλλος για Ίο. Καθένας με την παρέα του... Τους έδωσα...
χρήματα και συμβουλές –τόσο κοινότοπες και βαρετές– και αποσύρθηκα στα δώματα της ζήλιας μου. Τους ζήλεψα τους «πιτσιρικάδες» μου, δεν το κρύβω...
  Είναι τόσο φορτισμένη και πολύπτυχη η έννοια της ζήλιας, που θέλει προσοχή. Στην παθολογική της εκδοχή δηλητηριάζει τους έρωτες και σκορπά σύννεφα αρνητισμού στις κοινωνικές σχέσεις, όταν φτάνει στο όριο του φθόνου για τους άλλους. Αλλά όταν είναι αθώα, η ζήλια αποκαλύπτει τρυφερότητα και καλή διάθεση, που γλυκαίνει τον μέσα κόσμο και διαχέεται παντού.
  Εδώ, λοιπόν. Στη δεύτερη, δημιουργική εκδοχή της ζήλιας. Που αφορά ανθρώπινες δραστηριότητες αλλά και μορφές πραγμάτων ή έργα της φύσης. Στις περιπτώσεις αυτές, το ρήμα «ζηλεύω» ισοδυναμεί με το «θαυμάζω» και συνοδεύεται από εσωτερική αγαλλίαση και ανυπόκριτη επιβράβευση. «Ζήλεψα το κείμενο του τάδε», λένε συχνά οι γραφιάδες, απονέμοντας εύσημα στον συνάδελφό τους. Εύσημα που εξοστρακίζουν τον εξοντωτικό ανταγωνισμό και συνιστούν αποτύπωμα ανοιχτοσύνης και έλλειψης συμπλεγμάτων.
  Ζήλεψα, λοιπόν, τα παιδιά μου, που έφευγαν για τα νησιά, και χαμογελούσα μέσα μου κάνοντας ένας φλας μπακ στα θερινά πεπραγμένα της δικής μου νεότητος. Απαράλλαχτος ο κύκλος. Μεθυστικός... Η ελαφρά νοσταλγία –με στιγμές αλεγρίας και αμεριμνησίας, αλλά και με στιγμές ανώδυνα ατάσθαλες και ζόρικες– γρήγορα υποχώρησε. Και έδωσε τη θέση της σ’ έναν κατάλογο τρυφερής και δημιουργικής ζήλιας:
• Ζηλεύω τις μοναχικές απότιστες νεραντζιές, που ξεφυτρώνουν ξαφνικά μπροστά στα μάτια σου και προσδίδουν μεθυστική χοϊκότητα στα σκονισμένα και ταπεινά δρομάκια της καθημαγμένης πόλης. Και όταν οι καρποί τους κυλάνε στις άκρες των δρόμων και συνθλίβονται από τους τροχούς των αυτοκινήτων δίνουν υπόσταση στην πιο αγνή και ευωδιαστή θυσία...
• Ζηλεύω τη δεινότητα των συγγραφέων όταν μιλούν για αποβάθρες και φάρους, για ερημικά ακρωτήρια και ασήμαντους δρόμους, και βλέπεις όλα αυτά να ζωντανεύουν μπροστά σου και να φαντάζουν καλύτερα από τα πραγματικά...
• Ζηλεύω τη σπιρτάδα και το αεικίνητο των μυρμηγκιών, που υπενθυμίζουν –μαζί με τόσα άλλα– το απαράμιλλο μεγαλείο του Δημιουργού, που άλλοι τον λένε Θεό και άλλοι ονομάζουν Φύση...
• Ζηλεύω τους «αναρχικούς» της Δεξιάς και τους «συντηρητικούς» της Αριστεράς, που δεν ενσωματώνονται και εννοούν να δυσκολεύουν τις εύκολες κατατάξεις και να διαλύουν τη συμπαγή λογική των παρατάξεων...
• Ζηλεύω το ύφος σχεδόν όλων των γυναικών που εργάζονται στην αποκομιδή των σκουπιδιών. Επαγγελματική συνέπεια και ακομπλεξάριστο ύφος...
• Ζηλεύω τον φίλο –μέλος της παρέας– που ομολογεί ανοιχτά ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί από ορισμένα συμπλέγματα που τον κατατρύχουν. Αξιοθαύμαστη ωριμότης, προϊόν δουλεμένης αυτογνωσίας και δημιουργικού συμβιβασμού...
• Ζηλεύω τα μανάβικα που ξενυχτάνε, τους κώδικες των παρανόμων (της νύχτας) –η τήρησή τους θυμίζει την αφοσίωση των μοναχών στο γράμμα και το πνεύμα των ιερών κανόνων–, τις σκιές που «περιπολούν» τις νύχτες δίχως προφανή λόγο, αλλά και τους ταμένους της Ανατολής, που ξυπνάνε χαράματα για να μην χάσουν την τελετουργία της ανάδυσης του ήλιου...
• Ζηλεύω τα μικρά «όχι» της καθημερινότητας από ανθρώπους που δεν το περιμένεις, καθώς και τις κοφτές, λιτές κουβέντες των «απλών ανθρώπων» για μείζονα ζητήματα. Εκθέτουν ανεπανόρθωτα την αναλυσιακή φλυαρία των ειδημόνων με τα υψωμένα φρύδια...
• Ζηλεύω τους ανθρώπους που «σε βάζουν στη θέση σου» χωρίς να γίνονται αγενείς. Αν έχεις τους πόρους ανοιχτούς και δεν επιστρατεύεις νευρωτικές άμυνες, θα καταλάβεις το γόνιμον ενός υψηλού παιδευτικού ήθους...
  Χίλια δυο έχω ζηλέψει στη ζωή μου. Κάποια τα κατέκτησα. Κάποια άλλα τα έβαλα στην εσωτερική προθήκη με τα τιμαλφή έργα των άλλων. Και δεν το κρύβω, ένιωσα ωραία τις φορές που κατάφερα να αναχαιτίσω τη ζήλια μου όταν έφτανε στο όριο της ζηλοφθονίας... Όσο για τον ωκεανό της ερωτικής ζήλιας, αφήστε το καλύτερα. Απαιτεί πολλές σελίδες το εγχείρημα...
  
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 4/08/2011

6/9/14

Δημοκρατία των Πλειοψηφιών

Μια συνοπτική αναφορά στην δύναμη και τον ρόλο των πλειοψηφιών και γενικότερα των μαζικών τάσεων που διαμόρφωσαν την σημερινή δημοκρατία αλλά και το πολιτικό σύστημα των τελευταίων δεκαετιών, και στην παιδεία ως μοναδικό αίτιο και τελευταία ελπίδα ταυτόχρονα για τις επόμενες γενιές.
  Είναι αρκετές οι φορές που σκέφτομαι πόσο τυχεροί είμαστε ως Έλληνες σε σχέση με κάποιους άλλους λαούς, καθώς εδώ και αρκετές δεκαετίες μεγαλώνουμε και ζούμε στα πλαίσια μιας δημοκρατίας. Όλοι άλλωστε έχουμε κατά καιρούς δει μέσα από τα ηλεκτρονικά μέσα με ποιους τρόπους τιμωρούνται κάποια εγκλήματα σε ολιγαρχικά ή μοναρχικά καθεστώτα, ή πόση μεροληψία υπάρχει όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και κάνοντας αναδρομή μέσα από τα βιβλία της ιστορίας μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα ακόμη και στην χώρα μας όταν βρισκόταν υπό μη δημοκρατική κατοχή, εξωτερικών ή εσωτερικών δικτατόρων.
  Παρ' όλα αυτά ακούω συχνά (και όσο περνάει ο καιρός συχνότερα) Έλληνες να έχουν καταλήξει πανηγυρικά στο συμπέρασμα πως δεν υφίσταται δημοκρατία στον τόπο μας, παρά μόνο κατά το Σύνταγμα. Πως δεν εφαρμόζονται ή δεν τηρούνται οι νόμοι, αλλά και πως οι ήδη υπάρχοντες νόμοι τις περισσότερες φορές είναι δομημένοι με την λογική των «δύο μέτρων και δύο σταθμών». Το ανησυχητικό είναι πως μόνο κάποιος που εθελοτυφλεί δεν θα μπορούσε να παραδεχθεί πως εν πολλοίς κάπως έτσι είναι τα πράγματα.
  Όμως, προσωπικά θέλω να εστιάσω στο ριζικό σύστημα το οποίο θρέφει όλο αυτό που από καιρό έχει αρχίσει να μην μας αρέσει. Και η αλήθεια είναι πως οι δημοκρατίες στηρίζονται, συντηρούνται και γιγαντώνονται από τις πλειοψηφίες. Ειδικότερα στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, η πολιτική ζωή στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στα τερατώδη πλειοψηφικά ρεύματα που ενίοτε μετατοπίζονταν λίγο, αλλά κατά βάση παρέμεναν ίδια όσον αφορά στη νοοτροπία. Μπορεί να άλλαζαν το πανί από το σημαιάκι που κρατούσαν, αλλά με ίδιο πάθος το ύψωναν σε κάποια άλλη πολιτική συγκέντρωση. Αυτές λοιπόν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν κυρίως τις δεκαετίες του '80 και '90, είχαν όχι απλώς την ανοχή και τη στήριξη της πλειοψηφίας, αλλά ήταν αναπόσπαστο μέρος αυτής. Συγκοινωνούντα δοχεία, όπου η μία πλευρά εξαρτιόταν από την άλλη.
  Συνεπώς, οι ενεργοί πολίτες όλων των προηγούμενων μεταπολιτευτικών χρόνων μαζικά καθόρισαν τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία μας, τον τρόπο που εφαρμόζεται, αλλά και τον τρόπο εκείνον κατά τον οποίο υπό συνθήκες παρακάμπτεται. Και αυτό διότι, θεωρώ πως η δημοκρατία προϋποθέτει ένα βασικό στοιχείο δίχως το οποίο είναι σχεδόν ασήμαντη. Την παιδεία. Και δεν εννοώ μονάχα το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά οτιδήποτε γύρω μας μπορεί να μας επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό κατά την πορεία μας προς την ενηλικίωση. Τις προηγούμενες γενιές, τα πρότυπα των ΜΜΕ, τη συμπεριφορά των γύρω μας απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό, τον όποιο απαλλοτριωμένο τρόπο έκφρασης σε δημόσιους χώρους (οδική συμπεριφορά κ.α.) και φυσικά την οικογένειά από την οποία προέρχεται ο καθένας από εμάς. Ή αλλιώς την νοοτροπία που εν πολλοίς κυριαρχεί σε κάθε χώρο που μπορεί να κινούμαστε. Και όλα τα παραπάνω που διαμορφώνουν την παιδεία και παράλληλα είναι καθημερινοί καθρέφτες της εξέλιξής της, φυσικά και αποτελούν δείγματα υπαρκτής ή ψευδεπίγραφης δημοκρατίας.
  Αλλωστε, χρησιμοποιώντας ένα πρόχειρο παράδειγμα, αν σε ένα σπίτι που κατοικούν πέντε άτομα εκ των οποίων μόνο τα δύο κατέχουν πραγματική και ουσιαστική παιδεία εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα τρία άτομα τα οποία στερούνται αυτής, εφαρμοστεί δημοκρατία και παρθεί μια πλειοψηφική απόφαση που πιθανών θα επικρατήσει από την επιλογή των τριών, τότε σίγουρα θα πρόκειται για μια ελλιπούς αρτιότητας απόφαση για όλους, παρότι θα είναι ένα καθαρά δημοκρατικό παράγωγο.
  Για τους παραπάνω λόγους θεωρώ πως δεν αποτελεί η δημοκρατία το ίδιο το πρόβλημα, αλλά η παιδεία της πλειοψηφίας του λαού και εν συνεπεία των πολιτικών που την διαχειρίζονται σε κάθε χώρα, όπως και στη δική μας. Και νομίζω ότι όπως η δημοκρατία δεν υφίσταται χωρίς παιδεία, έτσι και η παιδεία δεν μπορεί να υπάρξει και να αναγεννηθεί μακριά από ένα δημοκρατικό καθεστώς. Για το λόγο αυτό, μόνο στα πλαίσια αυτής της κουτσουρεμένης έστω δημοκρατίας θα μπορούσε να υπάρξει ελπίδα αναγέννησης της παιδείας για τις επόμενες γενιές, αλλά και να «σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται» όπως λέει το τραγούδι του Δ. Τσακνή, όσον αφορά στις παρούσες γενιές.
  Συμπερασματικά, το πολιτικό σύστημα θαρρώ πως σαν σύνολο μας καθρεφτίζει. Ως εκ τούτου, αναρωτιέμαι αν είναι δυνατόν να αλλάξει το είδωλό μας στον καθρέφτη δίχως να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Και με βάση αυτή την λογική, ένα πολιτικό σύστημα μπορεί καμιά φορά να είναι λίγο χειρότερο από τον λαό στον οποίο απευθύνεται (η ύπαρξη πιθανής «θολούρας» στο τζάμι του καθρέφτη), αλλά νομίζω πως δύσκολα, πολύ δύσκολα θα είναι κατά τι καλύτερο.

Mps
Δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική κοινότητα φοιτητών του πανεπιστημίου Αιγαίου (myaegean.gr) στις 21/7/2014

Απέναντι στον καθρέφτη : Γιάννης Τριάντης

«Οι πιο ενδιαφέροντες αγώνες είναι αυτοί που έχει να δώσει ενάντια στον εαυτό του», Σαρλ Μπωντλαίρ
Για τον Ντελακρουά μιλούσε ο Μπωντλαίρ. Αλλά ήταν σα να αφορούσε εμένα οαφορισμός του, έτσι που χάζευα τα ακίνητα βιβλία στη βιβλιοθήκη και ένιωθα ναμʼ αγγίζει απαλά στο στήθος η σαΐτα του διεισδυτικού στοχαστή, αποσπασμένη απότα περίφημα Αισθητικά Δοκίμια...
 Κολυμπούσα στα μαύρασκοτάδια του προσωπικού ανεξήγητου –έτσι με βόλευε να χαρακτηρίζω την εσωτερική μου ακαταστασία– και ήταν αδύνατο να δώσω σημασία στον ισχυρισμό του Μπωντλαίρ αλλάκαι στο ειδικό βάρος του τυπωμένου κόσμου που βρισκόταν απέναντι, στηδιακριτικά δοτική βιβλιοθήκη. Εκείνη τη στιγμή δεν χρειαζόμουν ούτε στίχουςούτε φιλοσοφημένες σκέψεις ούτε καν αγαπημένες μουσικές που συχνά με περνούνστην όχθη μιας εγκεφαλικής ευτοπίας, έτσι που φουσκώνουν μέσα μου σαν αεράκι τοπανί ανακουφιστικών συλλογισμών και καταπραϋντικής παρηγοριάς.
 Αλλά εκείνο το βράδυ είχεάπνοια η διάθεση.Ήξερα τι φταίει, αλλά είχα δυσκολία να ομολογήσω τηναδυναμία μου, να παραδεχτώ την ήττα σʼ ένα ζόρικο προσωπικό παιχνίδι και να τοπάρω απόφαση, να συμφιλιωθώ με τη σκληρή πραγματικότητα, να προχωρήσω με τιςχαρακιές ευδιάκριτες –τίμημα ή παράσημο, δεν έχει σημασία– και να ελευθερωθώ από τους δαίμονες που με παρασέρνουν στις ίδιες καθηλωτικές και αδιέξοδεςσκέψεις.
 Αίφνης υψώθηκε μέσα μου ένασυντριπτικό ερώτημα,που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση «δάσκαλε, πουδίδασκες» και το οποίο έφερε πάλι στην πρώτη γραμμή τον αφορισμό του Μπωντλαίργια τους αγώνες ενάντια στον εαυτό μας. Μην τα πολυλογώ, εγώ είμαι εκείνος πουείχα αντιστρέψει μια τρυφερή προτροπή της Φρανσουάζ Σαγκάν, τον τίτλο ενός θεατρικού έργου της που έλεγε «Μην προσπερνάς την ευτυχία» και τον είχα μετατρέψει αυθαίρετα αλλά με την αυτοπεποίθηση του κατασταλαγμένου στωικού στοαντίθετό του: «Μην προσπερνάς τη δυστυχία»...
 Δεν μετανιώνω για τηναντιστροφή αυτή.Τις δύσκολες στιγμές, ακόμη και τις οριακές –με εξαίρεσηβαριές αρρώστιες και θανάτους– τις ένιωθα και τις βίωνα σχεδόν ισοϋψώς με τις καλές, ανέμελες και ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Δεν επρόκειτο για επιπόλαιη χορογραφία λέξεων ούτε για ασυγχώρητη ελαφρότητα εγγενούς μαζοχισμού.Ήταν πεποίθηση, που με βοηθούσε να κωπηλατώ στον ωκεανό της υπαρξιακής μουαγωνίας και να τα βγάζω πέρα με τα κύματα που ταλανίζουν το ανθρώπινο καρυδότσουφλο που είμαστε. Μια χαρά με βόλευε η αντιστροφή αυτή. Έδινε νόημακαι πνοή στο καθετί του καθεμέρα μου. Αλλά τώρα; Τώρα που νιώθω ναυαγός σεαπρόσιτη ξέρα, γιατί δεν μακαρίζω τη δυστυχία μου; Γιατί αφήνω στην άκρη τηστωικότητα που προϋποθέτει και επιστρέφω στο ίδιο τέλμα σαν μοτοσυκλέτα χωρίςοδηγό που συντρίβεται στον «γύρο του θανάτου»;
 Ήξερα τι φταίει μέσα μουαλλά δεν είχα τη δύναμηνα το παραδεχτώ. Δεν μπορούσα να αγωνιστώ εναντίον του εαυτού μου, να συντρίψωτα απροσπέλαστα βραχώδη του εγωισμού και να βουτήξω στο καθαρτήριο ποτάμι τηςπαραδοχής. Ένιωθα ακίνητος σαν θλιμμένο άγαλμα, ώσπου κάτι άρχισε να κινείται στον κόσμο της εσωτερικής μου λιμνοθάλασσας. Ξεπήδησαν σαν εισαγγελικές ερωτήσεις σε ποινική δίκη κάτι δικές μου στιγμές ενός άτεγκτου απόλυτουαπέναντι στους άλλους. Φέρʼ ειπείν, η παροιμιώδης δυσανεξία μου απέναντι σεφοβισμένους ανθρώπους ή σε κάποιους που νιώθεις τη χειραψία τους σαν σβησμένοκάρβουνο στο χέρι σου ή –τόσο συχνά μου συμβαίνει– απέναντι στις ψιμυθιωμένες γυναίκες που προσπαθούν απεγνωσμένα να δείξουν άλλες, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καταστούν προσπελάσιμες, να είναι έστω και παροδικά θελκτικές, αν και το ξέρουν ότι είναι καταδικασμένες να ζουν αθέατες ή υποφωτισμένες στηνπολύβουη αγορά της ζήτησης...
 Όλους αυτούς τους έριχναστον Καιάδα,χωρίς να στρέψω ούτε στιγμή τα φώτα μου στον προσωπικό τους λαβύρινθο, στο δικό τους ευπρόβλητο υπόστεγο, που ποιος ξέρει τι θυελλώδεις άνεμοι, ποιες συγκυρίες, ποια τύχη κακή, ποια μοίρα το έχουν καταστήσει ψυχρό,απρόσωπο, φοβισμένο, αδιάφορο και απωθητικό...
 Αυτό ήταν.Ασυναίσθητα εκτόξευα απαιτητικά ερωτήματα προς εαυτόν για χίλια δυό, και ένιωθα μέσα στο μαύρο σκοτάδι να προβάλουν μικρές μαρμαρυγές. Δεν ξέρω αν με είχε επηρεάσει ο αφορισμός του Μπωντλαίρ. Ήξερα όμως ότι ασυναίσθητα είχα μπει στον αγώνα. Για την έκβαση,τι να σας πω; Ούτε ο καθρέφτης απέναντί μου ήταν σίγουρος...
  
του Γιάννη Τριάντη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 16/05/2013 (Τεύχος 187)